Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Animal_lover

Ήταν κάποτε στην ζούγκλα ένας σκαντζόχοιρος γεμάτος αγκάθια, όπως και όλοι οι άλλοι στην οικογένεια του. Αυτός ο σκαντζόχοιρος όμως, δεν ήταν ένας συνηθισμένος σκαντζόχοιρος. Άκουγε ροκ, οδηγούσε μηχανή, είχε τις γκόμενες δυο δυο, κάπνιζε, έπινε, διασκέδαζε, είχε ακόμα και γενειάδα. Ήταν ευτυχισμένος, έστω και αν δεν είχε πολλά λεφτά. Ήταν ευτυχισμένος.

Μία μέρα που ρέμβαζε στο μπαρ της κυρίας Αρκούδας, τον πλησιάζει ο παπαγάλος. Ο παπαγάλος ήταν ο πιο πλούσιος κάτοικος  της ζούγκλας, με αμέτρητες εταιρείες γραμμένες στο όνομα της γυναίκας του, της κυρίας Σπουργίτι. «Δεν μου λες σκαντζόχοιρε», του είπε, «πόσα βγάζεις μηνιάτικο;»

Ο σκαντζόχοιρος γέλασε. Ποτέ του δεν είχε βγάλει μηνιάτικο. Είχε μάθει να τρέφεται από τα δώρα της φύσης, χωρίς να καπηλεύεται τον κόπο των συντρόφων του. «Δεν έχω μηνιάτικο» του απάντησε με περίσσεια θάρρους. «Είμαι ελεύθερος. Είμαι ευτυχισμένος.»

Ήταν η σειρά του παπαγάλου να γελάσει τώρα. «Ξέρεις, σε έχω βάλει από καιρό στο μάτι. Είσαι αρκετά έξυπνος» του ξεστόμισε. «Τι θα έλεγες να ερχόσουν να δουλέψεις μαζί μου στο εργοστάσιο κατασκευής σπιτικών φωλιών για καναρίνια;» τον ρώτησε.

Ο σκαντζόχοιρος χαμογέλασε. Χωρίς να πει τίποτα περισσότερο και χωρίς καν να πληρώσει το κρασί του, έπιασε αγκαζέ την κάμπια που είχε για γκόμενα εκείνη την περίοδο, και καβάλησε την μηχανή του. Μάρσαρε και εξαφανίστηκε. Ο παπαγάλος κούνησε το κεφάλι του με ένα τόνο απογοήτευσης. Πλήρωσε την κυρία Αρκούδα για τα ποτά του σκαντζόχοιρου, και έφυγε και αυτός.

Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε. Η κάμπια είχε πια γίνει πεταλούδα, και όπως ήταν αναμενόμενο, είχε παρατήσει σύξυλο τον σκαντζόχοιρο για τα δυνατά πόδια μιας ακρίδας. Ο σκαντζόχοιρος είχε έκτοτε πέσει σε κατάθλιψη. Γύριζε από μπαρ σε μπαρ γυρεύοντας την αλήθεια μέσα σε όλο αυτό το ψέμα της ζούγκλας. Ήταν απογοητευμένος από την ίδια την ζωή, δεν ήξερε τι να κάνει πλέον. Τα πάλαι ποτέ ολόμαυρα αγκάθια του, είχαν πλέον αρχίσει να ασπρίζουν, αργά μεν, αλλά σταθερά. Ο πατέρας του ήταν συνέχεια από πάνω του. Πότε θα πιάσεις δουλειά, πότε θα παντρευτείς, πότε θα μας κάνεις εγγονάκια.

Ο σκαντζόχοιρος ασφυκτιούσε. Δεν ήθελε να συμβιβάζεται, δεν έμαθε ποτέ του να υποκρίνεται. Σχεδόν όλοι οι φίλοι του, άλλοι αργά και άλλοι πιο γρήγορα, προσαρμόστηκαν στην καθημερινότητα της ζούγκλας, συμβιβάστηκαν με το κατεστημένο. Σχεδόν όλοι, γιατί υπήρχαν και κάποιοι άλλοι που παραμένουν έως και σήμερα αμετανόητοι επαναστάτες, όπως ο αρουραίος.

Μια βροχερή νύχτα όμως, η μοίρα τα έφερε και ξανασυναντήθηκαν ο σκαντζόχοιρος με τον παπαγάλο. «Ισχύει ακόμα η πρόταση μου» του είπε ξερά κοφτά ο παπαγάλος. «Δεν νομίζεις ότι είναι ήδη καιρός να νοικοκυρευτείς και εσύ;» τον ρώτησε γεμάτος έκπληξη που ο σκαντζόχοιρος ζούσε ακόμα όπως ζούσε. Ο ήρωας μας όμως, τον κοίταξε με ένα απλανές βλέμμα. «Δεν μου λες άρχοντα των πολλών και σκλάβε των λεφτών» του πέταξε ευθαρσώς ο σκαντζόχοιρος. «Πως θα με κάνει αυτό καλύτερο ζώο; Θα με κάνει πιο ευτυχισμένο; Θα μου δώσει πίσω την χαρά, το χαμόγελο, την ευτυχία μου;»

Ο παπαγάλος κοντοστάθηκε λίγο. Ήθελε να απαντήσει πολύ προσεκτικά. Ο σκαντζόχοιρος ήταν πια ευάλωτος, με μια σωστή απάντηση θα τον κέρδιζε. Θα του έλεγε πως με τα λεφτά αγοράζεις ότι ποθεί η ψυχή σου. Ρούχα, παπούτσια, σπίτι, τηλεόραση, αυτοκίνητο, κινητό κτλ κτλ, ακόμα και θηλυκιά αν κάποιος το επιθυμούσε. Όμως δεν του είπε τίποτα από όλα αυτά. Ο σκαντζόχοιρος είχε ήδη φύγει πριν δώσει καν την ευκαιρία στον παπαγάλο να μιλήσει.

Μερικά ακόμα χρόνια πέρασαν από την τελευταία συνάντηση τους. Ο σκαντζόχοιρος βρήκε άλλη γκόμενα, μετά άλλη, και μετά άλλη. Ποτέ του όμως δεν ξεπέρασε την κάμπια, ποτέ του ολοκληρωτικά.  Από την άλλη, ο παπαγάλος συνέχιζε να πλουτίζει και να εκμεταλλεύεται τον ιδρώτα των συνζώων του. «Τελευταία φορά» του είπε ο παπαγάλος. «Τελευταία ευκαιρία. Δέξου την και θα σε κάνω σπουδαίο και τρανό.»

Ο σκαντζόχοιρος κοίταξε βαθιά στα μάτια τον παπαγάλο. Μετά κοίταξε το καμπριολέ που οδηγούσε, ανταλλάσοντας την ματιά του με την ήδη φθαρμένη, χιλιοκτυπημένη, ταλαιπωρημένη πεντακοσάρα μηχανή του. Η ψυχή του έκαιγε, η καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Το στομάχι του είχε δεθεί τριάντα κόμπους, αλλά μάλλον δεν έφταιγε ο παπαγάλος για αυτό. Είχε τρεις μέρες να φάει.

Κυριακή μεσημέρι, στο χορτοφαγικό εστιατόριο της καμηλοπάρδαλης. Ο παπαγάλος υπογράφει τον λογαριασμό, καθώς η γυναίκα του παίζει με τα εγγονάκια τους. Από την άλλη μεριά της αίθουσας, ξεμυτίζει ο σκαντζόχοιρος. Βαστά έναν ποτήρι νερό και το παίρνει στον παπαγάλο. «Ευχαριστώ», του νεύει ο παπαγάλος.

Έξω από το εστιατόριο, ο παπαγάλος περιμένει την λιμουζίνα του. Ο σκαντζόχοιρος είναι δίπλα του, αμίλητος, σκεφτικός. Ξαφνικά, περνά φουριόζα μια μηχανή από μπροστά τους. Το βλέμμα του σκαντζόχοιρου πλανιέται απάνω της, θαυμάζοντας τα νίκελ στα ριμς της, γουστάροντας τον μελωδικό ήχο από τα εξώστ της. Ο παπαγάλος μουρμουρίζει κάτι, κάτι σαν διαμαρτυρία για τον θόρυβο. Ο σκαντζόχοιρος αναστενάζει.

«Αύριο είναι η μεγάλη συμφωνία για τα φαστφουντάδικα. Μην ξεχάσεις τον φάκελο με τα έγγραφα» σχεδόν ψιθυρίζει ο παπαγάλος του σκαντζόχοιρου. Ο σκαντζόχοιρος, ωσάν και ξαφνιάζεται από τα λόγια του παπαγάλου, γυρίζει και βρίσκει το πρόσωπο του. «Μάλιστα… πατέρα» του απαντά, και αμίλητος, πιάνει αγκαζέ την γυναίκα του, πατά το κουμπί για να ξεκλειδώσει το καμπριολέ του, και μπαίνει μέσα.

Προτού ξεκινήσει όμως, κοιτάζεται στον κεντρικό καθρέφτη του αυτοκινήτου. Τα αγκάθια του είναι πλέον βαμμένα κατάμαυρά, ξυρισμένος στην τρίχα, κουστουμαρισμένος. Θυμάται πως ήταν παλιά, , ευτυχισμένος, εύθυμος, ελεύθερος από υλικά αγαθά, ευτυχισμένος. Αναστενάζει.    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου