Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

F@#$ Hera

Ακόμα και να μην με έδιωχναν από την σχολή εκείνη την συγκεκριμένη Πέμπτη, μην νομίζετε ότι θα ήμουν και ιδιαίτερα χαρούμενος. Την προηγούμενη νύχτα είχα δεχτεί ένα προσωπικό τηλεφώνημα από την γιαγιά μου, πράγμα από μόνο του ανεπίτρεπτο σε βαθμό καταδικαστέου από τον διευθυντή της σχολής, τον κ. Γιοχάνεσμπουργκ. Ένα τηλέφωνο είχαμε όλο και όλο στην ερημιά που ήμασταν, και αυτό για έκτακτες περιπτώσεις, όπως π.χ. σε σεισμούς, ή στην καλύτερη, σε περίπτωση πολέμου. Όπως και να’χει, η γιαγιά μου είχε το θράσος να με καλέσει σπίτι για τα Χριστούγεννα! Άκουσον άκουσον. Σπίτι για τα Χριστούγεννα. Οποιαδήποτε άλλη εποχή θα ήταν εντάξει, αλλά τα Χριστούγεννα; Τι δηλαδή, να προσβάλουμε τον Δία; Άπα πα πα πα. Ένα το κρατούμενο.

Α, δεν σας το είπα. Ο κ. Γιοχάνεσμπουργκ είναι γιος του.

Ε, όχι γιος μόνο του Δία. Δεν μπορεί να υπάρξει παρθενογένεση.  Είναι γιος και της Θέκλας, μίας ημίθεας από την Αυστραλία, εξού και το απροσάρμοστο του όνομα, αλλά αυτή δεν έχει και κατέχει θέση στον Όλυμπο. Ούτε ρίχνει αστροπελέκια και σταυροπαναγίες, ούτε δαμάζει σύννεφα. Δεν είναι καν θεότητα, ούτε την προσκυνούν θεοί και δαίμονες, κανένας δεν φιλά τα πόδια της, ούτε καν τις κατουρημένες ποδιές της. Απλά, είναι μια ακόμη υπάλληλος της Εταιρείας.

 Αλλά δεν είναι αυτή το θέμα μας. Το θέμα μας είναι η Ήρα.

Από μικρό δεν με χώνευε η κυρία. Της καθόμουν στον λαιμό. Τώρα, για να λέμε και του στραβού το δίκαιο, ίσως να μην είχε και άδικο που με μισούσε. Παλιά είχα σπάσει στο ξύλο τον τρισέγγονο της τον Διόνυσο, όταν αυτός ήταν ακόμα ένα βυζανιάρικο. Ξέρετε τώρα πως έχουν τα πράγματα όταν είσαι μικρός. Είχα τα παιχνίδια μου εγώ, τους στρατιώτες μου με τις πανοπλίες τους και όλα τα εξτρά, όταν ήρθε αυτός, με τα ξανθά βρωμιάρικα του μαλλιά όλο μπούκλες, να μου πιάσει ένα. Τον τσόγλανο. Του μαύρισα το μάτι, αλλά δεν με ένοιαζε τίποτα. Αν δεν με συγκρατούσε ο πατέρας μου με την τρίαινα του, θα τον έστελνα κατευθείαν στον θείο του τον Άδη.  Αλλά δεν την ενόχλησε αυτό. Το άλλο την ενόχλησε.

Εκείνη την συγκεκριμένη Πέμπτη είχαμε την πρώτη ώρα μάθημα με τον Ήφαιστο. «Μεταλλουργικαί εργασίαι, Κατασκευή ιπτάμενης περικεφαλαίας» το έλεγαν, αλλά μην φανταστείτε. Οτιδήποτε άλλο από μεταλλουργικές εργασίες κάναμε. Ένας ημίθεος φλέρταρε με μία Εσπερίδα, ο Αίολος ντύθηκε Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και χόρευε σάλζα, ενώ η Άρτεμις κολλούσε σε ένα γυμναστή από την Βιέννη—πως βρέθηκε αυτός εκεί, εγώ ποτέ δεν κατάλαβα. Ένας κεραυνός εν αιθρία έπεσε, πράγμα συνηθισμένο για τον Όλυμπο, αλλά δεν ήταν παρά μόνο όταν μου τράβηξε το μπατζάκι που το πρόσεξα. Ένα σκυλάκι. Ένα όμορφο, κάτασπρο σκυλάκι. Ένα σκυλάκι στον Όλυμπο.

Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών όταν πρωτομπήκα στην σχολή. Η πρώτη κουβέντα του Άρη, του ιδιοκτήτη της σχολής «Ζευς, ο πάτερ ημών» ήταν για τα κατοικίδια. «Απαγορεύονται» μου είπε, ορθά κοφτά. «Η κουκουβάγια τι κάνει τότε εδώ;» τον ρώτησα. «Άστην αυτήν». «Ο λύκος;» «Άστον αυτόν.» «Το ελάφι;» «Το λοιπόν,» αναφωνεί, «ότι πω εγώ ότι επιτρέπεται, επιτρέπεται. Τα υπόλοιπα απαγορεύονται». Συνεννοηθήκαμε. Αλλά σκυλάκι; Σε ποιον άνηκε; Η κουκουβάγια ήταν της Αθηνάς, ο λύκος του Δία, το ελάφι της Άρτεμις. Το σκυλάκι;

Κατέβηκα κάτω. Το χάιδεψα με τις τεράστιες μου παλάμες, και αυτό με έγλειψε. Λιάξ. Τράβηξα πίσω το χέρι μου, αλλά δεν πήγα να ξεπλυθώ. Είχε κολάρο με όνομα απάνω. Κάτσε να δεις πως το έλεγαν ..Διομήδη, τέκνο σπουδαίων γόνων, όχι μπαστάρδων όπως άλλα συμπαθή τετράποδα, έτσι τουλάχιστον έγραφε. Έτριψε την μουσούδα στον χιτώνα μου, και παραλίγο να μου τον κατουρήσει, όταν μπήκε εκείνη ακριβώς την ώρα μέσα η Ήρα. Δηλαδή, εμφανίστηκε σε ένα σύννεφο καπνού, όπως σχεδόν όλοι οι ολύμπιοι θεοί την σήμερον ημέρα.

Με χαιρέτησε και με καλημέρισε, πράγμα παράξενο, ασυνήθιστο, έως και ύποπτο εκ μέρους της. Αμέσως με έζωσαν φίδια. Αθλητής γαρ, τα έπνιξα μεμιάς, γιατί αυτά ήταν πραγματικά φίδια, πράγμα και αυτό συνηθισμένο στην σχολή μας, ίσως και δώρο από τον Κυδοιμό, το φιλαράκι του Άρη στις μάχες. Σκέψεις περικύκλωσαν αμέσως το μυαλό μου. Γιατί ξαφνικά η φαρμακόγλωσσα έγινε αρνάκι; Γιατί μου χάιδευε τα αυτιά; Τότε άρχισε το κακό.

Τρώω την πρώτη ανάποδη σφαλιάρα από τα χέρια της, χωρίς καν να τα δω να κουνιούνται. Στις τέσσερις απανωτές και ενώ έχω λίαν ζαλιστεί, αντιλαμβάνομαι ότι όντως δεν κινούνται τα χέρια της. Βλέπω την γαλάζια αύρα να εκτοξεύεται από τις παλάμες της. Θεά, θεά, σκέφτομαι, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσω και εγώ τις δυνάμεις μου, όπως την εκτόξευση υγρής θαλάσσιας δύναμης από τις δικές μου παλάμες. Ίσως αν είχα μια μικρή βοήθεια από τους φίλους μου....Αλλά βλέπετε, κανένας δεν συμπαθά τον γιο του Ποσειδώνα, πόσο μάλλον να τον βοηθήσει εναντίον της βασίλισσας των θεών.

Χωρίς θεϊκή παρέμβαση, δεν επρόκειτο να γλυτώσω από την μητέρα των θεών. Τα ενεργειακά χαστούκια έπεφταν βροχή, κανένας δεν μπορούσε να την σταματήσει. Τι να σταματήσει δηλαδή, να φάει και άλλος ξύλο; Ο Ουρανός άστραψε και βρόντηξε, αλλά αυτή δεν είχε σταματημό.

«Ως εδώ και μη παρέκει», ακούω τον μπαμπά μου από κάτω. Το χέρι της σταματά, και την βλέπω να παίρνει φωτιά. Αλλά πραγματική φωτιά. Ο χιτώνας της καίγεται, και ξαφνικά αλλάζει ενδυμασία, φορώντας ένα μπλουτζίν καμπάνα και ένα ξώπλατο. Η ομορφιά της με θαμπώνει, και μένω αποσβολωμένος να κοιτάζω τα καταγάλανα μάτια της. Ώσπου τρώω ακόμα ένα χαστούκι και πέφτω χάμω. Δύο τα κρατούμενα.

«Σταμάτα» ακούω τον μπαμπά.

«Απαγορεύονται τα κατοικίδια. Τι το περάσατε εδώ, τη λίμνη σας;» φωνάζει η θεία. 

Εάν τα πράγματα έμεναν ως εκεί, δεν θα είχα πρόβλημα. Μπορούσα να το αντιμετωπίσω. Ίσως να χρειαζόταν να μεταμορφωθώ σε κύκνο πάλι, και να κατασκόπευα τον Δία για λογαριασμό της. Αυτό όμως που ακολούθησε δεν το περίμενα. Γκαντεμιά.

Καθώς λοιπόν κρατούσα το κατακόκκινο πλέον μάγουλο μου από τις σφαλιάρες, μπήκε μέσα ο διευθυντής. Tα μάτια του κ. Γιοχάνεσμπουργκ γούρλωσαν στην θέα και μόνο του σκύλου.

« Προκρούστη…» μου βάζει την φωνή.

«Όχι, δεν είναι δικό μου. Πρέπει να με πιστέψετε.»

Δεν με πίστεψε όμως, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο. Ούτε ο πατέρας μου, ούτε καν ο κολλητός μου, ο Ερμής. Με κατσάδιασαν στην αρχή, μετά ο πατέρας μου φώναζε για κάνα τέταρτο γεμάτο, μετά μου ζούληξε η Ήρα το μάγουλο λέγοντας μου καλά να πάθεις, και μετά τιμωρήθηκα από τον διευθυντή με τρεις εβδομάδες καταναγκαστική παρουσία στην Γη ως κοινός θνητός, ως κάποιος μεγάλος και τρανός τραγουδοποιός, ονόματι Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου, λες και είχα ξανακούσει στην ζωή μου τέτοιο γελοίο όνομα. Τρία τα κρατούμενα.

Και πάλι, εάν έμενε ως εκεί η τιμωρία μου, καλώς. Αλλά, η Μοίρα τα είχε μαζί μου.

Τώρα, όσοι από εσάς γνωρίζετε τους τρόπους των θεών, θα αναμένατε μόλις τα νέα κυκλοφορούσαν στον Όλυμπο, να κατεβεί ο Άρης, να στριφογυρίσει σαν τον Σίφουνα, ίσως φωνάζοντας και βρίζοντας ταυτοχρόνως, και να καταευχαριστηθεί να μου χώσει και αυτός μια σειρά κλωτσομπουνίδια. Μετά να ξεκουραστεί, να ξαναρχίσει, και να συνεχίσει ώσπου να πεταχτούν τα μάτια μου έξω. Αυτά συν η παρουσία μου στην Γη θα ήταν αρκετή τιμωρία για ένα ημίθεο της κλάσης μου. Αλλά δεν έγινε τίποτα από αυτά. Ακούστε τι έγινε.

Η Ήρα εξαφανίστηκε όπως ακριβώς εμφανίστηκε. Ο Ποσειδώνας, μετά από μια μικρή ανάπαυλα, και με φωνή βροντερή και ισχυρή, συνέχισε να με βρίζει ασύστολα για ακόμη ένα τέταρτο, πριν εξαφανιστεί και αυτός πάνω σε ένα ιπτάμενο ιππόκαμπο. Ανασκουμπώθηκα, ανασυντάχτηκα, και αυτοαναρωτίθηκα. Τι λάθος έκανα; Οι πιθανές απαντήσεις ήταν τόσες, που ούτε να δοκιμάσω να δικαιολογηθώ δεν ήθελα. Μόνο την τελευταία εβδομάδα είχα ροκανίσει τις καρέκλες που κάθονταν οι Χάριτες και έβαλα πίσσα πάνω στην λύρα του Απόλλωνα. Μόνο την τελευταία εβδομάδα αυτά.

Και μετά ήρθε το κερασάκι στην τούρτα. Η Ήβη παρουσιάστηκε μπροστά μου, έτσι όπως ήμουν, γεμάτος θεϊκά αίματα από την κορφή μέχρι τα νύχια. Το ήξερα ότι δεν εμφανίστηκε για καλό σκοπό, αλλά να φτάσει μέχρι τα άκρα, δεν το περίμενα.

Ναι, την είχα φλερτάρει στον τελευταίο χορό που κάναμε, σε ένα νεόκτιστο πιστό αντίγραφο του Παρθενώνα εκεί πάνω ψηλά στον Όλυμπο. Ναι, της είχα γίνει στενός κορσές από πέρυσι. Πρέπει να το ομολογήσω, δεν είναι αρκετά ξεκάθαρο; Ναι, το κάναμε. Τότε χαμογελούσε.

Όχι όμως και τώρα.

Την είχα λέει, ξεγελάσει. Την κορόιδεψα και την έμπαιξα. Όχι τότε, αλλά τώρα. Της είχα υποσχεθεί αγνά αισθήματα και πραγματική αγάπη, αλλά πήγα και έμπλεξα με μια άλλη. Και ποια ήταν αυτή; Η Αφροδίτη. Μπορεί κάποιος να μην μπλέξει με την Αφροδίτη; Ειδικά όταν αυτή παρουσιάζεται ως μία καλλίγραμμη, πανέμορφη κόρη; Δεν αντιστάθηκα. Ε, γι’ αυτό φώναζε τώρα. Τουλάχιστον αυτή δεν μου έριχνε σφαλιάρες.

Προσπάθησα να την αποφύγω. Πετάχτηκα τα ψηλά κάγκελα της σχολής με μιας, και βρέθηκα στον κήπο των θεών, δίπλα από το παλάτι του Δία. Δεν με πολυένοιαξε που ήμουν στο λημέρι του «πάτερ ημών», μιας και ήξερα ότι αυτός έλειπε για γκομενοδουλειές στην Νέα Υβόρκη—ναι, Υβόρκη. Η γνωστή όμως κυρία ήταν μέσα.

Για να είμαι ειλικρινής, είχα αφουγκραστεί κάτι που προσομοίαζε ήχους νερών από ένα υποτιθέμενο λουτρό, αλλά νόμισα ήταν από τα τριανταοκτώ σιντριβάνια που υπήρχαν εκεί. Μακάρι να ήταν αυτά, ή έστω ένα από αυτά. Ήταν όμως κάτι χειρότερο. Ήταν η Ήρα που έκανε το αφρόλουτρο της.

Που να το φανταστώ εγώ ο καημένος.

Το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό μου όταν την είδα γυμνή ήταν η ομορφιά της. Το πλούσιο της στήθος έδενε αρμονικά με τους κάτασπρους ώμους της, και κατεβαίνοντας προς τα κάτω, την κάτασπρη κοιλιά της, τα κάτασπρα πλευρά της, και ακόμη πιο κάτω, το καλοσχηματισμένο, μυρωδάτο, κάτασπρο… μηρό της. Αχ αυτός ο μηρός. Είχε δύο, φυσικά, αλλά ο ένας ήταν λίγο πιο όμορφος από τον άλλο, κάτι σαν ανομοιομορφία στην αναλογία της θεάς.

Τίποτα δεν με ένοιαζε πια. Την όψη και την κορμοστασιά μου έκρυβε ένας φίκος τροπικός, τα τεράστια του φύλλα έμπαιναν σαν σφήνα μεταξύ εμού και της θεάς. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί θα με έβλεπε η γκόμενα, και θα είχαμε παρατράγουδα. Εγώ όμως την έβλεπα με λάγνο βλέμμα, το στόμα μου ανοιχτό, λες και δεν ξαναείδα θεά γυμνή. Αλλά...δεν είχα ξαναδεί, μόνο κάτι ημίθεες, καλούτσικες δεν λέω, αλλά απλά ημίθεες. Στράβωσα στην θέα της.

Το αφρόλουτρο συνεχίστηκε κανένα τέταρτο, το οφθαλμόλουτρο το ίδιο. Είχα αναψοκοκκινίσει, και μεταξύ μας, κάποια πράγματα δεν μπορούσαν πλέον να κρυφτούν. Μυρούνια ήταν οι σκέψεις που πηγαινοέρχονταν στο μυαλό μου. Να βγω και εγώ μπροστά, με ή χωρίς τον χιτώνα, να κρύψω και να συνεχίσω ώσπου αντέξω εν πάση περιπτώσει, ή να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, ώσπου ήταν ακόμα καιρός; Και τότε έγινε το υπέρτατο κακό. Τέσσερα, πέντε, δέκα, τριάντα, οχτακόσια, χίλια τα κρατούμενα. Ωιμέ, Ωιμέ.

Το χέρι που με γράπωσε από τον αυχένα ήταν του Δία, δεν ήταν και πολύ δύσκολο να το καταλάβω. Κάτι οι ρόζοι στην παλάμη, κάτι το σφίξιμο και το μούδιασμα σε όλο μου το κορμί, ήταν σίγουρα του Δία. Η φράση κρύος ιδρώτας με έλουσε δεν μπορεί κατ’ ουδέν τρόπο να περιγράψει τι ένοιωσα, ούτε καν κοντεύει στην πραγματική συναισθηματική μου κατάσταση εκείνη την στιγμή. Θα μεταμορφωνόμουν σε χελώνα, στην καλύτερη. Στην χειρότερη, σε γαιοσκώληκα.     

Το ηλεκτρικό ρεύμα που με διαπέρασε σχεδόν τηγάνισε το ορθωμένο αναπαραγωγικό μου σύστημα. Τα μάτια του Δία λαμποκοπούσαν, και το πρόσωπο του ήταν ακριβώς όπως το περιέγραψαν οι εχθροί του∙ οργισμένο, κατακόκκινο, έτοιμο να σκοτώσει. Δεν τον περίμενα να μιλήσει—εξάλλου σπάνια απεύθυνε τον λόγο σε ημίθεους. Κούρνιασα στο κουφάρι μου και περίμενα την συνέχεια. Τίποτα δεν με έσωνε τώρα.  

Η Ήρα σκεπάστηκε απότομα με ένα σεντόνι, και εξαφανίστηκε στο γνωστό της σύννεφο σκόνης και σύγχυσης. Έκλεισα τα μάτια. Τετέλεσται. Τότε εμφανίστηκε και ο από μηχανής θεός μου. Ο θεός Διόνυσος, γιος του Ζευς και της Ήρας, αυτός ήταν ο σωτήρας μου. Έπιασε το χέρι του Δία όπως αυτός ήταν έτοιμος να μου σφηνώσει το κεφάλι στα σωθικά μου, τον κοίταξε κατάματα, και σε μια μόνο στιγμή, οι δύο θεοί συνεννοήθηκαν χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Στην τελευταία σκηνή, ο Δίας γύρισε, με αγριοκοίταξε, μου έγνεψε με το δάκτυλο, κάτι σαν σε έχω βάλει στο μάτι, και εξαφανίστηκε και αυτός. Έμεινα μόνος με τον Διόνυσο.

Σαστισμένος, σοκαρισμένος και ακόμα τρέμοντας, δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω παρά να πάω και να ευχαριστήσω τον Διόνυσο. Εκέινος όμως δεν μου έδωσε την ευχαρίστηση ακόμα και για αυτό. Μου γύρισε την πλάτη, και έφυγε. Αλλά κρυφογέλασε πριν.

Και τότε, μέσα σε ένα δεκάλεπτο, ήρθε και ο κ. Γιοχάνεσμπουργκ με την βαλίτσα μου, και τα πολιτικά μου ρούχα στο χέρι. Ήμουν πλέον παρελθόν από την σχολή. Για πάντα. Χωρίς κανένα άλλο σχόλιο, χωρίς κάποιον να με υπερασπιστεί. Αναστέναξα ανακουφισμένος. Δεν με ένοιαζε. Τουλάχιστον δεν ήμουν γαιοσκώληκας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου