Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Crisis, crisis has got me...


Ήταν εν καιρώ πολέμου του Τρωικού. Ο ήρωας μας ο Πρίαμος, βασιλιάς γαρ των αμυνομένων, έπρεπε να δείχνει πρόσωπο. Ξεπόρτιζε κάθε μέρα δηλαδή, αγκαζέ με την Εκάβη, έριχνε την γύρα του σε μακρινή πάντα απόσταση από το πεδίο των μαχών, πάντα μακρινή, και ξαναέμπαινε στα βραστά του. Μέρα παρά μέρα δε, γράπωνε την σπάθα του, φορούσε την κορώνα του, καβαλούσε και τον Ιχνηλάτη τον επιβήτορα, και μοίραζε χαμόγελα και χειρονομίες ενθαρρυντικές στους υπόλογους-στο-θάνατο Τρώες πολεμιστές. Και όλα αυτά κατά μήκος όλου του στρατοπέδου, όλου, ακόμα και κοντά στην γραμμή αντιπαράταξης απέναντι στους υποχθόνιους γιους του Αχαιού, του Αργείου ή ακόμη και του Δαναού. Με αυτά και με τ’ άλλα, κύλησαν καμιά δεκαριά χρόνια.

Όπως όμως συμβαίνει σε όλα σχεδόν τα παραμύθια, πιστευτά απίστευτά, αληθινά ή μη, έτσι και σε αυτό, μία και μοναδική μέρα διέφερε με τις άλλες.

Ήταν παρά-μέρα, δηλαδή σειρά είχε η μεγάλη έξοδος του Πριάμου, και η και-καλά εμψύχωση των και-καλά σκληρών πολεμιστών. Επίσης έβρεχε.

Πρωί-πρωί, ο Πρίαμος φόρεσε κορώνα, ζήτησε και του γυάλισαν ασπίδα-δόρυ-πανοπλία, φίλησε σταυρωτά την γυναίκα του, πιο κάτω φίλησε παθιασμένα την ερωμένη νούμερο ένα, μετά πιο κάτω την δύο, μετά την τρία, κτλ κτλ, και βγήκε πανέτοιμος για έξοδο. Για να λέμε και του στραβού το δίκαιο, για μια στιγμή κοντοστάθηκε και το ξανασκέφτηκε∙ είχε βλέπετε ανάψει, τόσα φιλιά σε κυρίες, ποιος να αντέξει. Όμως έπρεπε να κάνει την βόλτα του, έστω και για το θεαθήναι.

Βγαίνει από τα τείχη που λέτε, καμαρωτός καμαρωτός, δέκα φουσκωτοί να τον προστατεύουν, και χάνεται στο πλήθος των στρατιωτών του. Παρόλα τα ψέματα που σας έχουν μάθει στο σχολείο, πρέπει να ξέρετε ότι οι Τρώες ουδέποτε κλειστήκαν μέσα στα τείχη τους, αλλά έστησαν το αρχηγείο τους πολύ πιο έξω από τα κάστρα, σκοπεύοντας να φυλάνε τις σοδειές και τα σπαρτά. Εν πάση περιπτώσει, και ενώ ο Πρίαμος έφτανε στο τέρμα της γραμμής και κοντά στους Έλληνες, διακρίνει ένα μπουλούκι από τους στρατιώτες του να τραγουδούν. Ή τουλάχιστον του φάνηκε ότι τραγουδούσαν, ώσπου σίμωσε αρκετά.

Μόλις τον είδαν οι πολεμιστές, σώπασαν. Βουβοί ωσάν το κυπαρίσσι τώρα, οι Τρώες άνοιξαν τον κύκλο να περάσει ο βασιλιάς τους. Τρεις γύπες περικύκλωναν το μισοπεθαμένο κορμί του Πολύδωρου από πάνω, αυτού του γουστάρω-την-ωραία-Ελένη-και-κάνω-μπανιστήρι γιου του βασιλιά. Τα αετίσια νύχια τους, συγγενικό είδος αρπακτικού, έμοιαζαν με στιλέτα, έτοιμα να τον ξεκοιλιάσουν, εάν υπέκυπτε δηλαδή. Δίπλα του στεκόταν και ο Λυκάονας, τι στεκόταν δηλαδή, και αυτός θανάσιμα τραυματισμένος ήταν, ζούσε δεν ζούσε ακόμη μια ώρα.

Ο βασιλιάς χλόμιασε. Πέταξε χάμω την ασπίδα μεμιάς, κυριολεκτικώς ρίψασπις, έφτυσε, ύβρισε τη θεία γενικά και αόριστα, και ενώ πήγαινε να σκύψει απάνω από τους υιούς του, τον είδε μπροστά του. Ο Αχιλλέας, ο πιο δυνατός όλων των Αχαιών, αθάνατος, χωρίς κανένα ψεγάδι στη δική μου εκδοχή της ιστορίας, κρατούσε αιματοβαμμένο σπαθί, περικυκλωμένος από τους Τρώες. Αυτός θα έσφαξε—σχεδόν—τον καημένο τον Πολύδωρο. Και τον Λυκάονα.

“Βασιλιά των δειλών,” του φώναξε ο Αχιλλέας. “Πολέμησε με εμέ, και θα χαρίσω τη ζωή των υπολοίπων τέκνων σου.”

Ο Πρίαμος ένοιωσε την καρδιά να τον προδίνει, όμως δεν συνέβηκε αυτό. Ένοιωσε τα πόδια του να κόβονται, όμως ούτε αυτό συνέβη. Ο κόμπος όμως στο λαιμό του υπήρχε. Σήκωσε το κεφάλι, έστρεψε το βλέμμα στον Αχιλλέα, και με φωνή καθάρια και βροντερή, πρόσταξε τους υφιστάμενους του να πάρουν τους τραυματίες πίσω στο κάστρο.

“Αποδέχεσαι τότε,” του φώναξε ο Αχιλλέας.

Ο Πρίαμος κατέβασε το κεφάλι του συγκαταβατικά. Την αμέσως επόμενη στιγμή, οι μισοπεθαμένοι μεταφέρονταν πιθανόν για το κάστρο, όπου πιθανόν θα επιβίωναν, σε αντίθεση με τον γέρο Πρίαμο, που την αμέσως επόμενη στιγμή, πιθανόν θα έβοσκε στα Τάρταρα παρέα με τον Ορφέα, με ή χωρίς τη λύρα του.  

Έτσι και έγινε.

Με το που έκλεισε τα μάτια όμως ο γέρος, άκουσε ήχους νερού, μόνο που δεν ήταν η βροχή. Επίσης ένοιωσε κάτι να του χαϊδεύει το πόδι. Κάτι σαν γούνινο ζώο, κάτι σαν μεγάλο γούνινό ζώο. Μάτια ανοίγοντας, φρύδια συνοφρυώνοντας, έστρεψε το βλέμμα προς τα κάτω. Ήταν μια ουρά. Μια ουρά! Ήταν η ουρά του Κέρβερου.

“Μα τα σαράντα βόδια,” φώναξε ο Πρίαμος. “Έχασα;”

Το γέλιο που ήχησε στα αυτιά του ήταν αρκετά δυνατό να τον κουφάνει. Πρόσωπα δεν έβλεπε, σκοτάδι κυριαρχούσε, αλλά ήταν σίγουρος, δεν ήταν ενός μόνο ατόμου γέλιο, ήταν πολλοί που γελούσαν και χαχάνιζαν. Βρισκόταν στην χώρα των πεθαμένων, κανένας δεν θα τον σεβόταν τώρα.

“Να πάρει,” φώναξε. “Πάρτε με από δω. Τώρα.”   

“Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει επιστροφή αυτή η ρότα,” ακούστηκε η δυνατότερη φωνή απ’ όλες.

Αμέσως, ένας δαυλός άναψε. Διέκρινε καθαρότατα τα εξήντα τρία κεφάλια του Κέρβερου, τις δεκαεπτά ουρές του, και τα τριάντα έξι πόδια του. Δεν τον τρόμαξε όμως το τέρας, άλλωστε φαινόταν άκακο, αφού παράξενο, δεν είχε δόντια.

Παράξενο, σκέφτηκε ο Πρίαμος.

“Ναι, Φαφούτη τον λέμε αυτόν. Είναι εγγόνι του Κέρβερου, και δεν σε τρώει, αλλά να, σε κτυπά μέχρι θανάτου με τα σαράντα δύο του πόδια.”

“Τριάντα έξι εννοείς,” απαντά ο Πρίαμος, κρατώντας την ψυχραιμία του.

“Σαράντα δύο” ξαναλέει η φωνή.

Και τότε εμφανίστηκε μπροστά του. Ψηλός ίσα με κίονα του Παρθενώνα, μαύρα κουρέλια να του κρύβουν την γύμνια, μαύρη κουκούλα να αποσιώπα το φριχτό του πρόσωπο, και δύο φωτάκια για μάτια να καίνε κόκκινο χρώμα. Ο Χάρος, χωρίς τη βάρκα.

“Λοιπόν,” του λέει ο Χάρος, και ανοίγει κάτι σαν δεφτέρι. Στραβομουτσούνιασε, έσυρε το δείκτη του ωσάν πρωτάκι στο σχολείο, και άρχισε την απαγγελία. “Βίασες δεκαεπτά γυναίκες, βασάνισες σαράντα τρεις άντρες, μαζί και πέντε ανήλικους” ρίχνει μια δολοφονική ματιά στον Πρίαμο, και συνεχίζει “σκότωσες εκατό πενήντα πέντε ψυχές, και συν τοις άλλοις, έφαγες και σαλιγκάρια Τετάρτη.”

“Και τι σημαίνει ότι έφαγα σαλιγκάρια Τετάρτη;” ρωτά όλο απορία ο Πρίαμος.

“Άπληστε και μοχθηρέ γέροντα. Απ’ όλα αυτά, τα σαλιγκάρια σε πείραξαν;” βρόντηξε ο Χάρος.

Ο Πρίαμος ξεροκατάπιε. Κακώς, δεν είχε τίποτα άλλο να φοβηθεί. Ήταν ήδη στον κάτω κόσμο, περιμένοντας την αιώνια του τιμωρία, και δεν μπορούσε να αλλάξει πλέον τίποτα. Τίποτα.

“Στα Τάρταρα λοιπόν, εκεί θα φυλακιστείς για πάντα.”

“Για περίμενε,” έκανε ο Πρίαμος. “Ποιος είσαι εσύ να με κρίνεις; Εσύ είσαι ένας απλός βαρκάρης, ένας πορθμέας. Να, βλέπω και την βάρκα σου, δεμένη ανέμελα στον Αχέροντα ποταμό.  Που είναι οι υπόλοιποι κριτές όμως; Ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς, και ο αρχηγός σας, ο Άδης; Απαιτώ να τους δω.”

“Ξέχασες τον Αιακό,” φώναξε ακόμα μια φωνή.

Και τότε ξεπρόβαλλε ένας όχι-και-τόσο τυπικός μεσήλικας∙ μακρυμάλλης με κατάξανθα μαλλιά, φουσκωτός με τεράστια μπράτσα, μουστάκι χοντρό ωσάν αγγούρι, δερμάτινα από πάνω ως κάτω, σκουλαρίκι στο αριστερό αυτί. Αμέσως ο Χάρος, είκοσι μέτρα παλληκάρι, τον προσκυνά.

“Άρχοντα μου,” αναφωνεί ο Χάρος.

Ο Πρίαμος ξανάσμιξε τα φρύδια του, και σκέφτηκε. Τώρα, αυτός είναι ή ο Άδης, ή ο Δίας. Εάν είναι ο Άδης και τον πω Δία, την έβαψα. Εάν είναι ο Δίας και τον πω Άδη, μπα, τι θα μου κάνει; Θα με σκοτώσει; Κι’ άλλο;

“Δία, πάτερ ημών,” φωνάζει ο Πρίαμος.

Άγριο ήταν το βλέμμα του Χάροντα. Εάν δεν ήταν ήδη νεκρός ο Πρίαμος, σίγουρα θα τον δολοφονούσε ο μεταφορέας.

“Άδη, άρχοντα του σκότους,” ξαναδοκιμάζει την τύχη του ο Πρίαμος.

Καταφατικό νεύμα από τον μεσήλικα τύπο, δηλαδή τον Άδη.

“Λοιπόν, τι έχουμε εδώ;” ρωτά ο Άδης.

“Είναι ο….”

“Άσε, ξέρω, θεός είμαι, δεν είμαι κανένας βαρκάρης σαν εσένα.”

Τώρα, να σας έλεγα ότι δεν εκνευρίστηκε ο Χάρος, πάει να πει ότι θα σας έλεγα ψέματα. Και εγώ δεν λέω ποτέ ψέματα, όλες οι ιστορίες μου είναι πέρα για πέρα αληθινές.

“Λοιπόν…βασιλιά; Σε χαράκωσε ο γιος του Πηλέα για τα καλά, ε; Κρίμα, έχεις και μωρό παιδί. Πόσος είναι ο μικρός σου, πέντε; Δεν θα αργήσει πολύ τώρα, όπου να’ σαι άκου τον.”

Ο Πρίαμος γούρλωσε τα μάτια. “Οι θεοί δεν πρέπει να επεμβαίνουν στις ζωές των θνητών, έτσι δεν είναι;”

“Έτσι, έτσι. Μην φοβάσαι όμως. Σκατά τα κάνετε και μόνοι σας, δεν χρειάζεστε βοήθεια.”

“Για κόψε μου την ποινή μου, και άσε με ήσυχο,” λέει ένας εκνευρισμένος, για ποιο λόγο εγώ δεν κατάλαβα ακόμη, Πρίαμος. Αφού είχε δίκαιο ο θεός.

“Κοίτα, έχω να σου κάνω μία πρόταση. Αν θέλεις, αν όχι…ο Τάρταρος θα σε αναλάβει, ξέρεις εσύ, στο λημέρι του. Να πω;”

Ο Πρίαμος δεν ήθελε και δεύτερη κουβέντα. “Πες.”

“Τους Έλληνες εγώ δεν τους συμπαθώ. Να, εδώ μου κάθονται,” λέει ο Άδης και δείχνει το λαιμό του. “Θα σε αφήσω να πας πίσω στον πάνω κόσμο, εάν μου υποσχεθείς ότι θα τους καταστρέψεις.”

“Μα αυτό προσπαθούμε τόσα χρόνια.”

“Όχι με σπαθί και βέλος, αυτοί δεν χάνονται έτσι,” απάντησε αυτομάτως ο Άδης. “Με πονηριά και με δόλο, με την απληστία πρωτοστάτη.”

Ο Πρίαμος απόρησε.

“Θα σου εξηγήσω,” εξηγά ο Άδης. “Να, πρέπει να τους εμποτίσουμε το μικρόβιο της απληστίας. Να τους κάνουμε να μας φέρνουν τους οβολούς τους, να τους κλέβουμε εμείς, και αυτοί να μας ευχαριστούν.”

“Δηλαδή άρχοντα μου, πως θα το κάνουμε αυτό;” ρωτά ένας όχι και τόσο έξυπνος Χάρος.

“Θα δημιουργήσουμε την πρώτη τράπεζα!” αναφωνεί ο Άδης όλο χαρά και μνησικακία.

“Τι εστί τράπεζα;” ρωτά ο Πρίαμος.

“Τράπεζα εστί το μέρος όπου θα φυλάγουν τους οβολούς τους οι απανταχού Έλλην άντρες. Και τους χαλκούς τους, άμα θέλουν. Εμείς, θα τους παρουσιαστούμε ως όμοιοι, ισάξιοι και φίλοι τους, και θα γραπώνουμε κόπους και μόχθους αυτών. Όταν δε οι κακόμοιροι βρωμιάρηδες ζητήσουν πίσω τα δεδουλευμένα τους, θα τους πούμε ότι πήγαν σε φόρους και θυσίες για τους θεούς.”

“Και που είναι η τιμή σε αυτή την πράξη;” ρώτησε ο Πρίαμος. “Δεν θα φτιάξουν άλλους οβολούς οι βάρβαροι; Δεν θα χαλκεύσουν άλλους χαλκούς; Δεν θα σπείρουν την επόμενη χρονιά, δεν θα γεννήσουν οι κότες αυγά, δεν θα σφάξουν το μόσχο τον σιτευτό να ταΐσουν στόματα γυναικών και παίδων;”

“Και όμως αγαπητοί,” λέει ο Άδης. Μόλις εκστόμισε την λέξη αγαπητοί, Πρίαμος και Χάρος αλληλοκοιτάχτηκαν, προφανές το σημάδι της έκπληξης στα πρόσωπα τους. “Πρώτα, θα τους πείσουμε, μάλλον θα τους πείσεις εσύ Πρίαμε, ότι συμφέρει η κατάθεση οβολών στην τράπεζα της Τροίας, παρά ο συνεχής πόλεμος που έχετε τώρα. Τι, για μια Ελένη όλα αυτά; Άσε μωρέ, δώστε τους την πατσαβούρα να ησυχάσουν. Και τάξε τους χρήματα για να φύγουν. Μόνο που αυτά τα χρήματα δεν θα τα δουν ποτέ, ποτέ των ποτών. Όταν πάνε να τα ζητήσουν, κάνε την πάπια. Πες πως οι επενδύσεις που έκαναν δεν ήταν και οι σωστότερες, και πως τώρα από εκατό οβολούς, μείναν μόνο δύο. Ξέρεις εσύ, θα βρεις τον τρόπο. Εξάλλου οι περισσότεροι είναι αδαής από οικονομικά”

“Οικονομικά;” ρώτησε ο Χάρος γεμάτος απορία. Δεν πήρε όμως ποτέ απάντηση.

 “Και μετά; Τι θα γίνει μετά άρχοντα μου; Θα τους νικήσουμε έτσι;” ρώτα ο Πρίαμος.

“Και βέβαια. Αυτοί θα εθιστούν στην ιδέα του χρήματος, θα το δεις και εσύ ιδίοις όμμασι. Θα αρχίσει η φρενίτιδα των αγαθών. Η γυναίκα του τάδε έχει τον τάδε πολύχρωμο χιτώνα, εγώ γιατί να μην τον έχω, θα λένε οι γυναίκες. Και τότε οι άντρες θα έρχονται κοντά σου, εννοώ κοντά μας, και θα ζητούν και άλλους οβολούς. Εμείς θα τους δίνουμε φυσικά, αφού τους έχουμε ήδη κλέψει προφανέστατα, αλλά θα βάζουμε και τόκο, φυσικότατα.”

“Τόκο;” απορεί ο Χάρος. Αυτή τη φορά, πήρε την απάντηση του.

“Τόκος εστί οι οβολοί που θα εισπράττουμε πέρα από τους οβολούς που θα μας επιστρέφουν. Θα λέμε, Πάρε νεαρέ τρεις οβολούς να πας ταξίδι αναψυχής με τη νύφη στους Δελφούς, όμως, και το τονίζω αυτό, όμως, όταν θα μας φέρεις τους οβολούς μας πίσω, θέλω επιπλέον ένα.”

“Και γιατί να συμφωνήσουν γι’ αυτό;” ρώτησε ο Πρίαμος.

“Πίστεψε με, θα το κάνουν” απαντά ο Άδης. “Όταν η γυνή που έχουν ζητήσει προικιά για την κόρη, θα το κάνουν. Όταν ο γιος ζητήσει δώρο την υπερ-δυνατή σπάθα που κόβει λιοντάρι με μία κίνηση, θα το κάνουν. Όταν ο αδελφός θέλει να παίξει τυχερά παιχνίδια, θα το κάνουν. Πίστεψε με, είναι στη φύση τους. Και όταν δεν έχουν να πληρώσουν, θα τους παίρνουμε τις γυναίκες, τις κόρες, ενίοτε και τα σπίτια, αν και προτιμώ τις γυναίκες για να είμαι ειλικρινής.”

“Και’γω,” πετάγεται ο Χάρος από δίπλα.

“Και τώρα πήγαινε, και μη με απογοητεύσεις. Αλλιώς όταν ξανάρθεις απ’τα μέρη μας, θα σου φορτώσω την πέτρα του Σίσυφου,” πρόσταξε ο Άδης τον Πρίαμο.

Ο Πρίαμος αναστέναξε. Ήταν πράγματι δύσκολο το έργο του, δεν ήταν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνε. Ένας τόσο ενάρετος λαός να στραφεί έτσι απλά στην απληστία;

Μπα, απίθανο το έκοβε. Μπα.          

 

   

  

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Animal_lover

Ήταν κάποτε στην ζούγκλα ένας σκαντζόχοιρος γεμάτος αγκάθια, όπως και όλοι οι άλλοι στην οικογένεια του. Αυτός ο σκαντζόχοιρος όμως, δεν ήταν ένας συνηθισμένος σκαντζόχοιρος. Άκουγε ροκ, οδηγούσε μηχανή, είχε τις γκόμενες δυο δυο, κάπνιζε, έπινε, διασκέδαζε, είχε ακόμα και γενειάδα. Ήταν ευτυχισμένος, έστω και αν δεν είχε πολλά λεφτά. Ήταν ευτυχισμένος.

Μία μέρα που ρέμβαζε στο μπαρ της κυρίας Αρκούδας, τον πλησιάζει ο παπαγάλος. Ο παπαγάλος ήταν ο πιο πλούσιος κάτοικος  της ζούγκλας, με αμέτρητες εταιρείες γραμμένες στο όνομα της γυναίκας του, της κυρίας Σπουργίτι. «Δεν μου λες σκαντζόχοιρε», του είπε, «πόσα βγάζεις μηνιάτικο;»

Ο σκαντζόχοιρος γέλασε. Ποτέ του δεν είχε βγάλει μηνιάτικο. Είχε μάθει να τρέφεται από τα δώρα της φύσης, χωρίς να καπηλεύεται τον κόπο των συντρόφων του. «Δεν έχω μηνιάτικο» του απάντησε με περίσσεια θάρρους. «Είμαι ελεύθερος. Είμαι ευτυχισμένος.»

Ήταν η σειρά του παπαγάλου να γελάσει τώρα. «Ξέρεις, σε έχω βάλει από καιρό στο μάτι. Είσαι αρκετά έξυπνος» του ξεστόμισε. «Τι θα έλεγες να ερχόσουν να δουλέψεις μαζί μου στο εργοστάσιο κατασκευής σπιτικών φωλιών για καναρίνια;» τον ρώτησε.

Ο σκαντζόχοιρος χαμογέλασε. Χωρίς να πει τίποτα περισσότερο και χωρίς καν να πληρώσει το κρασί του, έπιασε αγκαζέ την κάμπια που είχε για γκόμενα εκείνη την περίοδο, και καβάλησε την μηχανή του. Μάρσαρε και εξαφανίστηκε. Ο παπαγάλος κούνησε το κεφάλι του με ένα τόνο απογοήτευσης. Πλήρωσε την κυρία Αρκούδα για τα ποτά του σκαντζόχοιρου, και έφυγε και αυτός.

Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε. Η κάμπια είχε πια γίνει πεταλούδα, και όπως ήταν αναμενόμενο, είχε παρατήσει σύξυλο τον σκαντζόχοιρο για τα δυνατά πόδια μιας ακρίδας. Ο σκαντζόχοιρος είχε έκτοτε πέσει σε κατάθλιψη. Γύριζε από μπαρ σε μπαρ γυρεύοντας την αλήθεια μέσα σε όλο αυτό το ψέμα της ζούγκλας. Ήταν απογοητευμένος από την ίδια την ζωή, δεν ήξερε τι να κάνει πλέον. Τα πάλαι ποτέ ολόμαυρα αγκάθια του, είχαν πλέον αρχίσει να ασπρίζουν, αργά μεν, αλλά σταθερά. Ο πατέρας του ήταν συνέχεια από πάνω του. Πότε θα πιάσεις δουλειά, πότε θα παντρευτείς, πότε θα μας κάνεις εγγονάκια.

Ο σκαντζόχοιρος ασφυκτιούσε. Δεν ήθελε να συμβιβάζεται, δεν έμαθε ποτέ του να υποκρίνεται. Σχεδόν όλοι οι φίλοι του, άλλοι αργά και άλλοι πιο γρήγορα, προσαρμόστηκαν στην καθημερινότητα της ζούγκλας, συμβιβάστηκαν με το κατεστημένο. Σχεδόν όλοι, γιατί υπήρχαν και κάποιοι άλλοι που παραμένουν έως και σήμερα αμετανόητοι επαναστάτες, όπως ο αρουραίος.

Μια βροχερή νύχτα όμως, η μοίρα τα έφερε και ξανασυναντήθηκαν ο σκαντζόχοιρος με τον παπαγάλο. «Ισχύει ακόμα η πρόταση μου» του είπε ξερά κοφτά ο παπαγάλος. «Δεν νομίζεις ότι είναι ήδη καιρός να νοικοκυρευτείς και εσύ;» τον ρώτησε γεμάτος έκπληξη που ο σκαντζόχοιρος ζούσε ακόμα όπως ζούσε. Ο ήρωας μας όμως, τον κοίταξε με ένα απλανές βλέμμα. «Δεν μου λες άρχοντα των πολλών και σκλάβε των λεφτών» του πέταξε ευθαρσώς ο σκαντζόχοιρος. «Πως θα με κάνει αυτό καλύτερο ζώο; Θα με κάνει πιο ευτυχισμένο; Θα μου δώσει πίσω την χαρά, το χαμόγελο, την ευτυχία μου;»

Ο παπαγάλος κοντοστάθηκε λίγο. Ήθελε να απαντήσει πολύ προσεκτικά. Ο σκαντζόχοιρος ήταν πια ευάλωτος, με μια σωστή απάντηση θα τον κέρδιζε. Θα του έλεγε πως με τα λεφτά αγοράζεις ότι ποθεί η ψυχή σου. Ρούχα, παπούτσια, σπίτι, τηλεόραση, αυτοκίνητο, κινητό κτλ κτλ, ακόμα και θηλυκιά αν κάποιος το επιθυμούσε. Όμως δεν του είπε τίποτα από όλα αυτά. Ο σκαντζόχοιρος είχε ήδη φύγει πριν δώσει καν την ευκαιρία στον παπαγάλο να μιλήσει.

Μερικά ακόμα χρόνια πέρασαν από την τελευταία συνάντηση τους. Ο σκαντζόχοιρος βρήκε άλλη γκόμενα, μετά άλλη, και μετά άλλη. Ποτέ του όμως δεν ξεπέρασε την κάμπια, ποτέ του ολοκληρωτικά.  Από την άλλη, ο παπαγάλος συνέχιζε να πλουτίζει και να εκμεταλλεύεται τον ιδρώτα των συνζώων του. «Τελευταία φορά» του είπε ο παπαγάλος. «Τελευταία ευκαιρία. Δέξου την και θα σε κάνω σπουδαίο και τρανό.»

Ο σκαντζόχοιρος κοίταξε βαθιά στα μάτια τον παπαγάλο. Μετά κοίταξε το καμπριολέ που οδηγούσε, ανταλλάσοντας την ματιά του με την ήδη φθαρμένη, χιλιοκτυπημένη, ταλαιπωρημένη πεντακοσάρα μηχανή του. Η ψυχή του έκαιγε, η καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Το στομάχι του είχε δεθεί τριάντα κόμπους, αλλά μάλλον δεν έφταιγε ο παπαγάλος για αυτό. Είχε τρεις μέρες να φάει.

Κυριακή μεσημέρι, στο χορτοφαγικό εστιατόριο της καμηλοπάρδαλης. Ο παπαγάλος υπογράφει τον λογαριασμό, καθώς η γυναίκα του παίζει με τα εγγονάκια τους. Από την άλλη μεριά της αίθουσας, ξεμυτίζει ο σκαντζόχοιρος. Βαστά έναν ποτήρι νερό και το παίρνει στον παπαγάλο. «Ευχαριστώ», του νεύει ο παπαγάλος.

Έξω από το εστιατόριο, ο παπαγάλος περιμένει την λιμουζίνα του. Ο σκαντζόχοιρος είναι δίπλα του, αμίλητος, σκεφτικός. Ξαφνικά, περνά φουριόζα μια μηχανή από μπροστά τους. Το βλέμμα του σκαντζόχοιρου πλανιέται απάνω της, θαυμάζοντας τα νίκελ στα ριμς της, γουστάροντας τον μελωδικό ήχο από τα εξώστ της. Ο παπαγάλος μουρμουρίζει κάτι, κάτι σαν διαμαρτυρία για τον θόρυβο. Ο σκαντζόχοιρος αναστενάζει.

«Αύριο είναι η μεγάλη συμφωνία για τα φαστφουντάδικα. Μην ξεχάσεις τον φάκελο με τα έγγραφα» σχεδόν ψιθυρίζει ο παπαγάλος του σκαντζόχοιρου. Ο σκαντζόχοιρος, ωσάν και ξαφνιάζεται από τα λόγια του παπαγάλου, γυρίζει και βρίσκει το πρόσωπο του. «Μάλιστα… πατέρα» του απαντά, και αμίλητος, πιάνει αγκαζέ την γυναίκα του, πατά το κουμπί για να ξεκλειδώσει το καμπριολέ του, και μπαίνει μέσα.

Προτού ξεκινήσει όμως, κοιτάζεται στον κεντρικό καθρέφτη του αυτοκινήτου. Τα αγκάθια του είναι πλέον βαμμένα κατάμαυρά, ξυρισμένος στην τρίχα, κουστουμαρισμένος. Θυμάται πως ήταν παλιά, , ευτυχισμένος, εύθυμος, ελεύθερος από υλικά αγαθά, ευτυχισμένος. Αναστενάζει.    


Son_of_a_beach

Έχασα το τραίνο, πάλι. Αχ το πουλάκι μου, θα με περιμένει. Να πάρω ταξί; Μπα, ας περιμένει.

Ξεφυσώ και μου έρχεται να κάνω εμετό. Λες η κλεισούρα, λες τα σκουπίδια δίπλα μου, λες η φασολάδα που έφαγα. Λες να είμαι έγκυος πάλι; Ααα, δεν μπορώ να αντέξω ξανά αυτό το μαρτύριο.
Πρώτα ήταν του Τάκη, μετά του Κώστα. Ή ήταν πρώτα του Κώστα; Ξεφυσώ και μόνο στην ιδέα μίας εκτός γάμου εγκυμοσύνης. Γιατί περί αυτής πρόκειται∙ με τον Μήτσο πάνε τρεις μήνες τώρα να… Ε και τι έγινε δηλαδή, ξανασκέφτομαι. Λάθη γίνονται. Σάμπως αυτός ήταν εντάξει μαζί μου; Ο καράφλας…
Ακούω ένα γυφτάκι δίπλα μου. Παίζει ντέφι, παίζει με τα νεύρα μου, δεν ξέρω. Γεμίσαμε ζητιάνους. Σιγά μην του δώσω, τι είμαι εγώ, ο Άγιος Σπυρίδων; Τελοσπάντων, ένα πενηντάρικο και πολύ του είναι. Με αγριοκοιτάζει.
Ο σταθμός γεμάτος. Δεν έβαλα και την μίνι μου ρε γαμώτο, να δείξω λίγο μπούτι να ανεβώ λιγάκι. Τα πόδια μου πονάνε. Κάθομαι απάνω στην βαλίτσα μου, αυτή που δήθεν χρησιμοποιώ και κουβαλώ παλιά ρούχα στην μάνα μου, έτσι, για ξεκάρφωμα από τον Μήτσο. Βλέπω δεξιά αριστερά. Το γυφτάκι έχει φύγει. Ξεφυσώ ξανά. Αναγούλα. Γαμώτο ! Πως θα τα βολέψω πάλι; Πώς να του το φέρω, τι αρρώστια να σκαρφιστώ; Ουφ, αργεί και το τραίνο την τύχη μου.

Με φαντάζεσαι εμένα μάνα; Ε ρε γλέντια. Πάλι στον Παπαγεωργίου τον γυναικολόγο θα πάω. Όπως και πέρυσι, και πρόπερσι. Τι κακό είναι αυτό μωρέ; Όλοι τους βγήκαν καρπεροί έτσι ξαφνικά; Τι τους ταΐζουν οι γυναίκες τους; Καρύδια και μέλι; Όλη νύχτα; Γιατί το απογεύματα ξέρω που είναι…

Ανακουφίζομαι με την σκέψη ότι μπορεί απλά να έχω ένα στομαχόπονο, ή ένα κρύωμα. Απ’ την άλλη, τόσα ποτά πίνω όλη μέρα, λες να με πείραξαν; Το ελπίζω. Τώρα όμως; Μετά από τόσα χρόνια; Μου έρχεται ξανά η μυρωδιά της κλεισούρας. Ένας γέρος μου ζητά αναπτήρα. Τον βλέπω που κοιτάζει το μπούστο μου. «Γουστάρεις;», ψιθυρίζω όλο νόημα, καθώς τον παίζω με τη ματιά μου. Αυτός σαστίζει μένοντας ακίνητος και φοβάμαι μήπως μου πάθει κανένα εγκεφαλικό. Σηκώνεται και φεύγει σχεδόν τρέχοντας. Τελευταία φορά που σπάω πλάκα με παππούδες.

Άντε, ακόμα αργεί αυτό το τραίνο; Ταχεία αμαξοστοιχία σου λέει μετά… Μία νεαρή έρχεται να καθίσει δίπλα μου, πάνω στην δική της βαλίτσα. Κρατά σημειωματάριο. Είναι φοιτήτρια, δεν είναι; Της ζητώ ευγενικά μία τσίχλα, μπας και συγκρατήσω τα υγρά του στομαχιού μου και δεν τα ξεράσω. Μου απλώνει το χέρι και απορροφώ την μυρωδιά του αρώματος της.
Ο εμετός με επισκέπτεται εκείνη ακριβώς την ώρα. Μόλις που προλαβαίνω να γυρίσω το κεφάλι μου για να μην πετύχω τα πανάκριβα μου παπούτσια, τα θεσπέσια, πανέμορφα μου παπούτσια. Το τσιμεντένιο γκρι πάτωμα παίρνει κίτρινο χρώμα, μπόχα και δυσοσμία με χτυπούν διαδοχικά, και ξαναχύνω τα σπλάχνα μου έξω. Γύρω μου μαζεύεται κόσμος και εγώ τα χάνω για λίγο. Για λίγο όμως.

Σηκώνομαι, ως την κυρία που είμαι, και τραβώ την βαλίτσα μου ολοταχώς για τις τουαλέτες. Δεν κοιτάζω κανέναν στα μάτια ώσπου φτάνω στην πόρτα. Και την βλέπω. Την βλέπω κατάματα, και ντρέπομαι. Είμαι λουσμένη στα ξερατά μου, η ανάσα μου βρωμάει, τα ρούχα μου βρωμούν, και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο παρά να την φιλήσω. Μου χαμογελάει.
Δύο κύριοι με μουστάκι κοντεύουν, ρωτούν αν είμαι καλά, ή κάτι που μοιάζει με αυτή την φράση τελοσπάντων. Τους αγνοώ, ή μάλλον τους χρησιμοποιώ, όπως κάνω με όλους τους άντρες δηλαδή. Μου φέρνουν χαρτί να σκουπιστώ. Σκουπίζομαι και περιμένω. Περιμένω. Περιμένω την Κατερίνα να μιλήσει πρώτη.

Αρχίζει. Ψελλίζει μία γελοία δικαιολογία. Ήταν λέει πού ήταν μακριά, της είχαν κόψει το τηλέφωνο, ο γιος της ήταν συνέχεια άρρωστος. Την σταματώ απότομα. Γιος της; Της Κατερίνας; Από πότε αυτή έχει σχέσεις με άντρες; Μια ζωή λεσβία ήταν, φεμινίστρια, μισούσε καθετί αρσενικό. Μόνο το γάτο της συμπαθούσε, και δεν ήταν καν τούρκος.
Ξανακάθομαι στην βαλίτσα μου. Τα μεγάφωνα ανακοινώνουν την άφιξη του τραίνου για Βάρη. Εκεί πάω εγώ. Γυρίζω να δω την Κατερίνα, την όμορφη σέξι Κατερίνα. Οι ματιές μας συναντιούνται κάπου στην μέση, όπως πάντα άλλωστε οι ματιές.

Τα δάκρυα τρέχουν τώρα ποτάμι. Άϊ σιχτίρ, λέω από μέσα μου, θα μου χαλάσει και το κραγιόν. Το στομάχι μου διαμαρτύρεται, και νοιώθω ότι ζαλίζομαι. Πέφτω, πέφτω. Ποιος με έπιασε; Η Κατερίνα; Όχι, δεν είναι τα χέρια της, αλλουνού είναι. Είναι του παππού. Με κρατά σφιχτά. Με χουφτώνει; Μπα, δεν νομίζω, φαίνεται άκακος.
Η Κατερίνα χάνεται από τα μάτια μου πριν προλάβω να την χαστουκίσω. Αυτή με γκόμενο; Πως το έπαθε; Αλλά να μου πεις πάλι, ως και εγώ συμβιβάστηκα, βρήκα ζώο και παντρεύτηκα, αυτή θα έμενε στο ράφι;

Απλά είναι το γιατί ρε γαμώτο. Γιατί να μην μπορούσαμε να ζήσουμε τον έρωτα μας όπως κάναμε παλιά στο πανεπιστήμιο; Γιατί να μην μπορούσαμε να εκδηλωθούμε όπως κάνουν και στις ταινίες; Που αμαρτήσαμε εμείς; Ποιος θεός μας καταράστηκε;
Βλέπεις, είχαμε την ατυχία να γεννηθούμε σε χωριό, εκεί όπου το αρσενικό είναι αρσενικό, και η γυναίκα γυναίκα. Αχ, η Κατερίνα. Ο πρώτος μου έρωτας, ο μόνος μου έρωτας. Δεν μπόρεσα ποτέ ξανά να δω άλλη γυναίκα. Με κατάστρεψε, αυτή με πάντρεψε με τον Μήτσο, έστω και αν έλειπε μακριά, πολύ μακριά.

Ακόμα όμως την αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Μια νύχτα να την είχα, μια μόνο νύχτα…
Στο τραίνο βολεύομαι στην πρώτη κενή θέση μπροστά μου. Κόβω μια γριά απέναντι μου να στέκεται και να μου ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα. Δεν είμαι σίγουρη αν ξεπερνά τα ενενήντα, αλλά σίγουρα τα ογδόντα δεν τα ξαναβλέπει. Τι; Να σηκωθώ; Τι λέτε καλέ κύριε, εγώ είμαι έγκυος.

Όλοι γύρω μου σιωπούν, λες και τους είπα έχω έμπολα, ή τύφο, ή φυματίωση στην καλύτερη. Υιοθετώ πάραυτα το υφάκι της καταπονημένης σε ενδιαφέρουσα, και σιωπώ και εγώ. Κάπου εκείνη την στιγμή εμφανίζεται το γυφτάκι δίπλα μου. Κοιτάζω από την άλλη∙ ο σπιτονοικοκύρης, του χρωστώ δυο ενοίκια. Βλέπω να κοντεύει ο εισπράκτορας∙ δεν έκοψα εισιτήριο. Η κλεισούρα του συρμού με περικυκλώνει, δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Ξερνώ πάνω στα παπούτσια του παππού που με φρόντισε πριν.
Θεία Δίκη; Μπορεί. Πάντως σκέφτομαι να κρατήσω το παιδί, έστω και αν είναι του γκόμενου, γιατί με τον άντρα μου δεν…

F@#$ Hera

Ακόμα και να μην με έδιωχναν από την σχολή εκείνη την συγκεκριμένη Πέμπτη, μην νομίζετε ότι θα ήμουν και ιδιαίτερα χαρούμενος. Την προηγούμενη νύχτα είχα δεχτεί ένα προσωπικό τηλεφώνημα από την γιαγιά μου, πράγμα από μόνο του ανεπίτρεπτο σε βαθμό καταδικαστέου από τον διευθυντή της σχολής, τον κ. Γιοχάνεσμπουργκ. Ένα τηλέφωνο είχαμε όλο και όλο στην ερημιά που ήμασταν, και αυτό για έκτακτες περιπτώσεις, όπως π.χ. σε σεισμούς, ή στην καλύτερη, σε περίπτωση πολέμου. Όπως και να’χει, η γιαγιά μου είχε το θράσος να με καλέσει σπίτι για τα Χριστούγεννα! Άκουσον άκουσον. Σπίτι για τα Χριστούγεννα. Οποιαδήποτε άλλη εποχή θα ήταν εντάξει, αλλά τα Χριστούγεννα; Τι δηλαδή, να προσβάλουμε τον Δία; Άπα πα πα πα. Ένα το κρατούμενο.

Α, δεν σας το είπα. Ο κ. Γιοχάνεσμπουργκ είναι γιος του.

Ε, όχι γιος μόνο του Δία. Δεν μπορεί να υπάρξει παρθενογένεση.  Είναι γιος και της Θέκλας, μίας ημίθεας από την Αυστραλία, εξού και το απροσάρμοστο του όνομα, αλλά αυτή δεν έχει και κατέχει θέση στον Όλυμπο. Ούτε ρίχνει αστροπελέκια και σταυροπαναγίες, ούτε δαμάζει σύννεφα. Δεν είναι καν θεότητα, ούτε την προσκυνούν θεοί και δαίμονες, κανένας δεν φιλά τα πόδια της, ούτε καν τις κατουρημένες ποδιές της. Απλά, είναι μια ακόμη υπάλληλος της Εταιρείας.

 Αλλά δεν είναι αυτή το θέμα μας. Το θέμα μας είναι η Ήρα.

Από μικρό δεν με χώνευε η κυρία. Της καθόμουν στον λαιμό. Τώρα, για να λέμε και του στραβού το δίκαιο, ίσως να μην είχε και άδικο που με μισούσε. Παλιά είχα σπάσει στο ξύλο τον τρισέγγονο της τον Διόνυσο, όταν αυτός ήταν ακόμα ένα βυζανιάρικο. Ξέρετε τώρα πως έχουν τα πράγματα όταν είσαι μικρός. Είχα τα παιχνίδια μου εγώ, τους στρατιώτες μου με τις πανοπλίες τους και όλα τα εξτρά, όταν ήρθε αυτός, με τα ξανθά βρωμιάρικα του μαλλιά όλο μπούκλες, να μου πιάσει ένα. Τον τσόγλανο. Του μαύρισα το μάτι, αλλά δεν με ένοιαζε τίποτα. Αν δεν με συγκρατούσε ο πατέρας μου με την τρίαινα του, θα τον έστελνα κατευθείαν στον θείο του τον Άδη.  Αλλά δεν την ενόχλησε αυτό. Το άλλο την ενόχλησε.

Εκείνη την συγκεκριμένη Πέμπτη είχαμε την πρώτη ώρα μάθημα με τον Ήφαιστο. «Μεταλλουργικαί εργασίαι, Κατασκευή ιπτάμενης περικεφαλαίας» το έλεγαν, αλλά μην φανταστείτε. Οτιδήποτε άλλο από μεταλλουργικές εργασίες κάναμε. Ένας ημίθεος φλέρταρε με μία Εσπερίδα, ο Αίολος ντύθηκε Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και χόρευε σάλζα, ενώ η Άρτεμις κολλούσε σε ένα γυμναστή από την Βιέννη—πως βρέθηκε αυτός εκεί, εγώ ποτέ δεν κατάλαβα. Ένας κεραυνός εν αιθρία έπεσε, πράγμα συνηθισμένο για τον Όλυμπο, αλλά δεν ήταν παρά μόνο όταν μου τράβηξε το μπατζάκι που το πρόσεξα. Ένα σκυλάκι. Ένα όμορφο, κάτασπρο σκυλάκι. Ένα σκυλάκι στον Όλυμπο.

Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών όταν πρωτομπήκα στην σχολή. Η πρώτη κουβέντα του Άρη, του ιδιοκτήτη της σχολής «Ζευς, ο πάτερ ημών» ήταν για τα κατοικίδια. «Απαγορεύονται» μου είπε, ορθά κοφτά. «Η κουκουβάγια τι κάνει τότε εδώ;» τον ρώτησα. «Άστην αυτήν». «Ο λύκος;» «Άστον αυτόν.» «Το ελάφι;» «Το λοιπόν,» αναφωνεί, «ότι πω εγώ ότι επιτρέπεται, επιτρέπεται. Τα υπόλοιπα απαγορεύονται». Συνεννοηθήκαμε. Αλλά σκυλάκι; Σε ποιον άνηκε; Η κουκουβάγια ήταν της Αθηνάς, ο λύκος του Δία, το ελάφι της Άρτεμις. Το σκυλάκι;

Κατέβηκα κάτω. Το χάιδεψα με τις τεράστιες μου παλάμες, και αυτό με έγλειψε. Λιάξ. Τράβηξα πίσω το χέρι μου, αλλά δεν πήγα να ξεπλυθώ. Είχε κολάρο με όνομα απάνω. Κάτσε να δεις πως το έλεγαν ..Διομήδη, τέκνο σπουδαίων γόνων, όχι μπαστάρδων όπως άλλα συμπαθή τετράποδα, έτσι τουλάχιστον έγραφε. Έτριψε την μουσούδα στον χιτώνα μου, και παραλίγο να μου τον κατουρήσει, όταν μπήκε εκείνη ακριβώς την ώρα μέσα η Ήρα. Δηλαδή, εμφανίστηκε σε ένα σύννεφο καπνού, όπως σχεδόν όλοι οι ολύμπιοι θεοί την σήμερον ημέρα.

Με χαιρέτησε και με καλημέρισε, πράγμα παράξενο, ασυνήθιστο, έως και ύποπτο εκ μέρους της. Αμέσως με έζωσαν φίδια. Αθλητής γαρ, τα έπνιξα μεμιάς, γιατί αυτά ήταν πραγματικά φίδια, πράγμα και αυτό συνηθισμένο στην σχολή μας, ίσως και δώρο από τον Κυδοιμό, το φιλαράκι του Άρη στις μάχες. Σκέψεις περικύκλωσαν αμέσως το μυαλό μου. Γιατί ξαφνικά η φαρμακόγλωσσα έγινε αρνάκι; Γιατί μου χάιδευε τα αυτιά; Τότε άρχισε το κακό.

Τρώω την πρώτη ανάποδη σφαλιάρα από τα χέρια της, χωρίς καν να τα δω να κουνιούνται. Στις τέσσερις απανωτές και ενώ έχω λίαν ζαλιστεί, αντιλαμβάνομαι ότι όντως δεν κινούνται τα χέρια της. Βλέπω την γαλάζια αύρα να εκτοξεύεται από τις παλάμες της. Θεά, θεά, σκέφτομαι, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσω και εγώ τις δυνάμεις μου, όπως την εκτόξευση υγρής θαλάσσιας δύναμης από τις δικές μου παλάμες. Ίσως αν είχα μια μικρή βοήθεια από τους φίλους μου....Αλλά βλέπετε, κανένας δεν συμπαθά τον γιο του Ποσειδώνα, πόσο μάλλον να τον βοηθήσει εναντίον της βασίλισσας των θεών.

Χωρίς θεϊκή παρέμβαση, δεν επρόκειτο να γλυτώσω από την μητέρα των θεών. Τα ενεργειακά χαστούκια έπεφταν βροχή, κανένας δεν μπορούσε να την σταματήσει. Τι να σταματήσει δηλαδή, να φάει και άλλος ξύλο; Ο Ουρανός άστραψε και βρόντηξε, αλλά αυτή δεν είχε σταματημό.

«Ως εδώ και μη παρέκει», ακούω τον μπαμπά μου από κάτω. Το χέρι της σταματά, και την βλέπω να παίρνει φωτιά. Αλλά πραγματική φωτιά. Ο χιτώνας της καίγεται, και ξαφνικά αλλάζει ενδυμασία, φορώντας ένα μπλουτζίν καμπάνα και ένα ξώπλατο. Η ομορφιά της με θαμπώνει, και μένω αποσβολωμένος να κοιτάζω τα καταγάλανα μάτια της. Ώσπου τρώω ακόμα ένα χαστούκι και πέφτω χάμω. Δύο τα κρατούμενα.

«Σταμάτα» ακούω τον μπαμπά.

«Απαγορεύονται τα κατοικίδια. Τι το περάσατε εδώ, τη λίμνη σας;» φωνάζει η θεία. 

Εάν τα πράγματα έμεναν ως εκεί, δεν θα είχα πρόβλημα. Μπορούσα να το αντιμετωπίσω. Ίσως να χρειαζόταν να μεταμορφωθώ σε κύκνο πάλι, και να κατασκόπευα τον Δία για λογαριασμό της. Αυτό όμως που ακολούθησε δεν το περίμενα. Γκαντεμιά.

Καθώς λοιπόν κρατούσα το κατακόκκινο πλέον μάγουλο μου από τις σφαλιάρες, μπήκε μέσα ο διευθυντής. Tα μάτια του κ. Γιοχάνεσμπουργκ γούρλωσαν στην θέα και μόνο του σκύλου.

« Προκρούστη…» μου βάζει την φωνή.

«Όχι, δεν είναι δικό μου. Πρέπει να με πιστέψετε.»

Δεν με πίστεψε όμως, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο. Ούτε ο πατέρας μου, ούτε καν ο κολλητός μου, ο Ερμής. Με κατσάδιασαν στην αρχή, μετά ο πατέρας μου φώναζε για κάνα τέταρτο γεμάτο, μετά μου ζούληξε η Ήρα το μάγουλο λέγοντας μου καλά να πάθεις, και μετά τιμωρήθηκα από τον διευθυντή με τρεις εβδομάδες καταναγκαστική παρουσία στην Γη ως κοινός θνητός, ως κάποιος μεγάλος και τρανός τραγουδοποιός, ονόματι Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου, λες και είχα ξανακούσει στην ζωή μου τέτοιο γελοίο όνομα. Τρία τα κρατούμενα.

Και πάλι, εάν έμενε ως εκεί η τιμωρία μου, καλώς. Αλλά, η Μοίρα τα είχε μαζί μου.

Τώρα, όσοι από εσάς γνωρίζετε τους τρόπους των θεών, θα αναμένατε μόλις τα νέα κυκλοφορούσαν στον Όλυμπο, να κατεβεί ο Άρης, να στριφογυρίσει σαν τον Σίφουνα, ίσως φωνάζοντας και βρίζοντας ταυτοχρόνως, και να καταευχαριστηθεί να μου χώσει και αυτός μια σειρά κλωτσομπουνίδια. Μετά να ξεκουραστεί, να ξαναρχίσει, και να συνεχίσει ώσπου να πεταχτούν τα μάτια μου έξω. Αυτά συν η παρουσία μου στην Γη θα ήταν αρκετή τιμωρία για ένα ημίθεο της κλάσης μου. Αλλά δεν έγινε τίποτα από αυτά. Ακούστε τι έγινε.

Η Ήρα εξαφανίστηκε όπως ακριβώς εμφανίστηκε. Ο Ποσειδώνας, μετά από μια μικρή ανάπαυλα, και με φωνή βροντερή και ισχυρή, συνέχισε να με βρίζει ασύστολα για ακόμη ένα τέταρτο, πριν εξαφανιστεί και αυτός πάνω σε ένα ιπτάμενο ιππόκαμπο. Ανασκουμπώθηκα, ανασυντάχτηκα, και αυτοαναρωτίθηκα. Τι λάθος έκανα; Οι πιθανές απαντήσεις ήταν τόσες, που ούτε να δοκιμάσω να δικαιολογηθώ δεν ήθελα. Μόνο την τελευταία εβδομάδα είχα ροκανίσει τις καρέκλες που κάθονταν οι Χάριτες και έβαλα πίσσα πάνω στην λύρα του Απόλλωνα. Μόνο την τελευταία εβδομάδα αυτά.

Και μετά ήρθε το κερασάκι στην τούρτα. Η Ήβη παρουσιάστηκε μπροστά μου, έτσι όπως ήμουν, γεμάτος θεϊκά αίματα από την κορφή μέχρι τα νύχια. Το ήξερα ότι δεν εμφανίστηκε για καλό σκοπό, αλλά να φτάσει μέχρι τα άκρα, δεν το περίμενα.

Ναι, την είχα φλερτάρει στον τελευταίο χορό που κάναμε, σε ένα νεόκτιστο πιστό αντίγραφο του Παρθενώνα εκεί πάνω ψηλά στον Όλυμπο. Ναι, της είχα γίνει στενός κορσές από πέρυσι. Πρέπει να το ομολογήσω, δεν είναι αρκετά ξεκάθαρο; Ναι, το κάναμε. Τότε χαμογελούσε.

Όχι όμως και τώρα.

Την είχα λέει, ξεγελάσει. Την κορόιδεψα και την έμπαιξα. Όχι τότε, αλλά τώρα. Της είχα υποσχεθεί αγνά αισθήματα και πραγματική αγάπη, αλλά πήγα και έμπλεξα με μια άλλη. Και ποια ήταν αυτή; Η Αφροδίτη. Μπορεί κάποιος να μην μπλέξει με την Αφροδίτη; Ειδικά όταν αυτή παρουσιάζεται ως μία καλλίγραμμη, πανέμορφη κόρη; Δεν αντιστάθηκα. Ε, γι’ αυτό φώναζε τώρα. Τουλάχιστον αυτή δεν μου έριχνε σφαλιάρες.

Προσπάθησα να την αποφύγω. Πετάχτηκα τα ψηλά κάγκελα της σχολής με μιας, και βρέθηκα στον κήπο των θεών, δίπλα από το παλάτι του Δία. Δεν με πολυένοιαξε που ήμουν στο λημέρι του «πάτερ ημών», μιας και ήξερα ότι αυτός έλειπε για γκομενοδουλειές στην Νέα Υβόρκη—ναι, Υβόρκη. Η γνωστή όμως κυρία ήταν μέσα.

Για να είμαι ειλικρινής, είχα αφουγκραστεί κάτι που προσομοίαζε ήχους νερών από ένα υποτιθέμενο λουτρό, αλλά νόμισα ήταν από τα τριανταοκτώ σιντριβάνια που υπήρχαν εκεί. Μακάρι να ήταν αυτά, ή έστω ένα από αυτά. Ήταν όμως κάτι χειρότερο. Ήταν η Ήρα που έκανε το αφρόλουτρο της.

Που να το φανταστώ εγώ ο καημένος.

Το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό μου όταν την είδα γυμνή ήταν η ομορφιά της. Το πλούσιο της στήθος έδενε αρμονικά με τους κάτασπρους ώμους της, και κατεβαίνοντας προς τα κάτω, την κάτασπρη κοιλιά της, τα κάτασπρα πλευρά της, και ακόμη πιο κάτω, το καλοσχηματισμένο, μυρωδάτο, κάτασπρο… μηρό της. Αχ αυτός ο μηρός. Είχε δύο, φυσικά, αλλά ο ένας ήταν λίγο πιο όμορφος από τον άλλο, κάτι σαν ανομοιομορφία στην αναλογία της θεάς.

Τίποτα δεν με ένοιαζε πια. Την όψη και την κορμοστασιά μου έκρυβε ένας φίκος τροπικός, τα τεράστια του φύλλα έμπαιναν σαν σφήνα μεταξύ εμού και της θεάς. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί θα με έβλεπε η γκόμενα, και θα είχαμε παρατράγουδα. Εγώ όμως την έβλεπα με λάγνο βλέμμα, το στόμα μου ανοιχτό, λες και δεν ξαναείδα θεά γυμνή. Αλλά...δεν είχα ξαναδεί, μόνο κάτι ημίθεες, καλούτσικες δεν λέω, αλλά απλά ημίθεες. Στράβωσα στην θέα της.

Το αφρόλουτρο συνεχίστηκε κανένα τέταρτο, το οφθαλμόλουτρο το ίδιο. Είχα αναψοκοκκινίσει, και μεταξύ μας, κάποια πράγματα δεν μπορούσαν πλέον να κρυφτούν. Μυρούνια ήταν οι σκέψεις που πηγαινοέρχονταν στο μυαλό μου. Να βγω και εγώ μπροστά, με ή χωρίς τον χιτώνα, να κρύψω και να συνεχίσω ώσπου αντέξω εν πάση περιπτώσει, ή να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, ώσπου ήταν ακόμα καιρός; Και τότε έγινε το υπέρτατο κακό. Τέσσερα, πέντε, δέκα, τριάντα, οχτακόσια, χίλια τα κρατούμενα. Ωιμέ, Ωιμέ.

Το χέρι που με γράπωσε από τον αυχένα ήταν του Δία, δεν ήταν και πολύ δύσκολο να το καταλάβω. Κάτι οι ρόζοι στην παλάμη, κάτι το σφίξιμο και το μούδιασμα σε όλο μου το κορμί, ήταν σίγουρα του Δία. Η φράση κρύος ιδρώτας με έλουσε δεν μπορεί κατ’ ουδέν τρόπο να περιγράψει τι ένοιωσα, ούτε καν κοντεύει στην πραγματική συναισθηματική μου κατάσταση εκείνη την στιγμή. Θα μεταμορφωνόμουν σε χελώνα, στην καλύτερη. Στην χειρότερη, σε γαιοσκώληκα.     

Το ηλεκτρικό ρεύμα που με διαπέρασε σχεδόν τηγάνισε το ορθωμένο αναπαραγωγικό μου σύστημα. Τα μάτια του Δία λαμποκοπούσαν, και το πρόσωπο του ήταν ακριβώς όπως το περιέγραψαν οι εχθροί του∙ οργισμένο, κατακόκκινο, έτοιμο να σκοτώσει. Δεν τον περίμενα να μιλήσει—εξάλλου σπάνια απεύθυνε τον λόγο σε ημίθεους. Κούρνιασα στο κουφάρι μου και περίμενα την συνέχεια. Τίποτα δεν με έσωνε τώρα.  

Η Ήρα σκεπάστηκε απότομα με ένα σεντόνι, και εξαφανίστηκε στο γνωστό της σύννεφο σκόνης και σύγχυσης. Έκλεισα τα μάτια. Τετέλεσται. Τότε εμφανίστηκε και ο από μηχανής θεός μου. Ο θεός Διόνυσος, γιος του Ζευς και της Ήρας, αυτός ήταν ο σωτήρας μου. Έπιασε το χέρι του Δία όπως αυτός ήταν έτοιμος να μου σφηνώσει το κεφάλι στα σωθικά μου, τον κοίταξε κατάματα, και σε μια μόνο στιγμή, οι δύο θεοί συνεννοήθηκαν χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Στην τελευταία σκηνή, ο Δίας γύρισε, με αγριοκοίταξε, μου έγνεψε με το δάκτυλο, κάτι σαν σε έχω βάλει στο μάτι, και εξαφανίστηκε και αυτός. Έμεινα μόνος με τον Διόνυσο.

Σαστισμένος, σοκαρισμένος και ακόμα τρέμοντας, δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω παρά να πάω και να ευχαριστήσω τον Διόνυσο. Εκέινος όμως δεν μου έδωσε την ευχαρίστηση ακόμα και για αυτό. Μου γύρισε την πλάτη, και έφυγε. Αλλά κρυφογέλασε πριν.

Και τότε, μέσα σε ένα δεκάλεπτο, ήρθε και ο κ. Γιοχάνεσμπουργκ με την βαλίτσα μου, και τα πολιτικά μου ρούχα στο χέρι. Ήμουν πλέον παρελθόν από την σχολή. Για πάντα. Χωρίς κανένα άλλο σχόλιο, χωρίς κάποιον να με υπερασπιστεί. Αναστέναξα ανακουφισμένος. Δεν με ένοιαζε. Τουλάχιστον δεν ήμουν γαιοσκώληκας.