Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Crisis, crisis has got me...


Ήταν εν καιρώ πολέμου του Τρωικού. Ο ήρωας μας ο Πρίαμος, βασιλιάς γαρ των αμυνομένων, έπρεπε να δείχνει πρόσωπο. Ξεπόρτιζε κάθε μέρα δηλαδή, αγκαζέ με την Εκάβη, έριχνε την γύρα του σε μακρινή πάντα απόσταση από το πεδίο των μαχών, πάντα μακρινή, και ξαναέμπαινε στα βραστά του. Μέρα παρά μέρα δε, γράπωνε την σπάθα του, φορούσε την κορώνα του, καβαλούσε και τον Ιχνηλάτη τον επιβήτορα, και μοίραζε χαμόγελα και χειρονομίες ενθαρρυντικές στους υπόλογους-στο-θάνατο Τρώες πολεμιστές. Και όλα αυτά κατά μήκος όλου του στρατοπέδου, όλου, ακόμα και κοντά στην γραμμή αντιπαράταξης απέναντι στους υποχθόνιους γιους του Αχαιού, του Αργείου ή ακόμη και του Δαναού. Με αυτά και με τ’ άλλα, κύλησαν καμιά δεκαριά χρόνια.

Όπως όμως συμβαίνει σε όλα σχεδόν τα παραμύθια, πιστευτά απίστευτά, αληθινά ή μη, έτσι και σε αυτό, μία και μοναδική μέρα διέφερε με τις άλλες.

Ήταν παρά-μέρα, δηλαδή σειρά είχε η μεγάλη έξοδος του Πριάμου, και η και-καλά εμψύχωση των και-καλά σκληρών πολεμιστών. Επίσης έβρεχε.

Πρωί-πρωί, ο Πρίαμος φόρεσε κορώνα, ζήτησε και του γυάλισαν ασπίδα-δόρυ-πανοπλία, φίλησε σταυρωτά την γυναίκα του, πιο κάτω φίλησε παθιασμένα την ερωμένη νούμερο ένα, μετά πιο κάτω την δύο, μετά την τρία, κτλ κτλ, και βγήκε πανέτοιμος για έξοδο. Για να λέμε και του στραβού το δίκαιο, για μια στιγμή κοντοστάθηκε και το ξανασκέφτηκε∙ είχε βλέπετε ανάψει, τόσα φιλιά σε κυρίες, ποιος να αντέξει. Όμως έπρεπε να κάνει την βόλτα του, έστω και για το θεαθήναι.

Βγαίνει από τα τείχη που λέτε, καμαρωτός καμαρωτός, δέκα φουσκωτοί να τον προστατεύουν, και χάνεται στο πλήθος των στρατιωτών του. Παρόλα τα ψέματα που σας έχουν μάθει στο σχολείο, πρέπει να ξέρετε ότι οι Τρώες ουδέποτε κλειστήκαν μέσα στα τείχη τους, αλλά έστησαν το αρχηγείο τους πολύ πιο έξω από τα κάστρα, σκοπεύοντας να φυλάνε τις σοδειές και τα σπαρτά. Εν πάση περιπτώσει, και ενώ ο Πρίαμος έφτανε στο τέρμα της γραμμής και κοντά στους Έλληνες, διακρίνει ένα μπουλούκι από τους στρατιώτες του να τραγουδούν. Ή τουλάχιστον του φάνηκε ότι τραγουδούσαν, ώσπου σίμωσε αρκετά.

Μόλις τον είδαν οι πολεμιστές, σώπασαν. Βουβοί ωσάν το κυπαρίσσι τώρα, οι Τρώες άνοιξαν τον κύκλο να περάσει ο βασιλιάς τους. Τρεις γύπες περικύκλωναν το μισοπεθαμένο κορμί του Πολύδωρου από πάνω, αυτού του γουστάρω-την-ωραία-Ελένη-και-κάνω-μπανιστήρι γιου του βασιλιά. Τα αετίσια νύχια τους, συγγενικό είδος αρπακτικού, έμοιαζαν με στιλέτα, έτοιμα να τον ξεκοιλιάσουν, εάν υπέκυπτε δηλαδή. Δίπλα του στεκόταν και ο Λυκάονας, τι στεκόταν δηλαδή, και αυτός θανάσιμα τραυματισμένος ήταν, ζούσε δεν ζούσε ακόμη μια ώρα.

Ο βασιλιάς χλόμιασε. Πέταξε χάμω την ασπίδα μεμιάς, κυριολεκτικώς ρίψασπις, έφτυσε, ύβρισε τη θεία γενικά και αόριστα, και ενώ πήγαινε να σκύψει απάνω από τους υιούς του, τον είδε μπροστά του. Ο Αχιλλέας, ο πιο δυνατός όλων των Αχαιών, αθάνατος, χωρίς κανένα ψεγάδι στη δική μου εκδοχή της ιστορίας, κρατούσε αιματοβαμμένο σπαθί, περικυκλωμένος από τους Τρώες. Αυτός θα έσφαξε—σχεδόν—τον καημένο τον Πολύδωρο. Και τον Λυκάονα.

“Βασιλιά των δειλών,” του φώναξε ο Αχιλλέας. “Πολέμησε με εμέ, και θα χαρίσω τη ζωή των υπολοίπων τέκνων σου.”

Ο Πρίαμος ένοιωσε την καρδιά να τον προδίνει, όμως δεν συνέβηκε αυτό. Ένοιωσε τα πόδια του να κόβονται, όμως ούτε αυτό συνέβη. Ο κόμπος όμως στο λαιμό του υπήρχε. Σήκωσε το κεφάλι, έστρεψε το βλέμμα στον Αχιλλέα, και με φωνή καθάρια και βροντερή, πρόσταξε τους υφιστάμενους του να πάρουν τους τραυματίες πίσω στο κάστρο.

“Αποδέχεσαι τότε,” του φώναξε ο Αχιλλέας.

Ο Πρίαμος κατέβασε το κεφάλι του συγκαταβατικά. Την αμέσως επόμενη στιγμή, οι μισοπεθαμένοι μεταφέρονταν πιθανόν για το κάστρο, όπου πιθανόν θα επιβίωναν, σε αντίθεση με τον γέρο Πρίαμο, που την αμέσως επόμενη στιγμή, πιθανόν θα έβοσκε στα Τάρταρα παρέα με τον Ορφέα, με ή χωρίς τη λύρα του.  

Έτσι και έγινε.

Με το που έκλεισε τα μάτια όμως ο γέρος, άκουσε ήχους νερού, μόνο που δεν ήταν η βροχή. Επίσης ένοιωσε κάτι να του χαϊδεύει το πόδι. Κάτι σαν γούνινο ζώο, κάτι σαν μεγάλο γούνινό ζώο. Μάτια ανοίγοντας, φρύδια συνοφρυώνοντας, έστρεψε το βλέμμα προς τα κάτω. Ήταν μια ουρά. Μια ουρά! Ήταν η ουρά του Κέρβερου.

“Μα τα σαράντα βόδια,” φώναξε ο Πρίαμος. “Έχασα;”

Το γέλιο που ήχησε στα αυτιά του ήταν αρκετά δυνατό να τον κουφάνει. Πρόσωπα δεν έβλεπε, σκοτάδι κυριαρχούσε, αλλά ήταν σίγουρος, δεν ήταν ενός μόνο ατόμου γέλιο, ήταν πολλοί που γελούσαν και χαχάνιζαν. Βρισκόταν στην χώρα των πεθαμένων, κανένας δεν θα τον σεβόταν τώρα.

“Να πάρει,” φώναξε. “Πάρτε με από δω. Τώρα.”   

“Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει επιστροφή αυτή η ρότα,” ακούστηκε η δυνατότερη φωνή απ’ όλες.

Αμέσως, ένας δαυλός άναψε. Διέκρινε καθαρότατα τα εξήντα τρία κεφάλια του Κέρβερου, τις δεκαεπτά ουρές του, και τα τριάντα έξι πόδια του. Δεν τον τρόμαξε όμως το τέρας, άλλωστε φαινόταν άκακο, αφού παράξενο, δεν είχε δόντια.

Παράξενο, σκέφτηκε ο Πρίαμος.

“Ναι, Φαφούτη τον λέμε αυτόν. Είναι εγγόνι του Κέρβερου, και δεν σε τρώει, αλλά να, σε κτυπά μέχρι θανάτου με τα σαράντα δύο του πόδια.”

“Τριάντα έξι εννοείς,” απαντά ο Πρίαμος, κρατώντας την ψυχραιμία του.

“Σαράντα δύο” ξαναλέει η φωνή.

Και τότε εμφανίστηκε μπροστά του. Ψηλός ίσα με κίονα του Παρθενώνα, μαύρα κουρέλια να του κρύβουν την γύμνια, μαύρη κουκούλα να αποσιώπα το φριχτό του πρόσωπο, και δύο φωτάκια για μάτια να καίνε κόκκινο χρώμα. Ο Χάρος, χωρίς τη βάρκα.

“Λοιπόν,” του λέει ο Χάρος, και ανοίγει κάτι σαν δεφτέρι. Στραβομουτσούνιασε, έσυρε το δείκτη του ωσάν πρωτάκι στο σχολείο, και άρχισε την απαγγελία. “Βίασες δεκαεπτά γυναίκες, βασάνισες σαράντα τρεις άντρες, μαζί και πέντε ανήλικους” ρίχνει μια δολοφονική ματιά στον Πρίαμο, και συνεχίζει “σκότωσες εκατό πενήντα πέντε ψυχές, και συν τοις άλλοις, έφαγες και σαλιγκάρια Τετάρτη.”

“Και τι σημαίνει ότι έφαγα σαλιγκάρια Τετάρτη;” ρωτά όλο απορία ο Πρίαμος.

“Άπληστε και μοχθηρέ γέροντα. Απ’ όλα αυτά, τα σαλιγκάρια σε πείραξαν;” βρόντηξε ο Χάρος.

Ο Πρίαμος ξεροκατάπιε. Κακώς, δεν είχε τίποτα άλλο να φοβηθεί. Ήταν ήδη στον κάτω κόσμο, περιμένοντας την αιώνια του τιμωρία, και δεν μπορούσε να αλλάξει πλέον τίποτα. Τίποτα.

“Στα Τάρταρα λοιπόν, εκεί θα φυλακιστείς για πάντα.”

“Για περίμενε,” έκανε ο Πρίαμος. “Ποιος είσαι εσύ να με κρίνεις; Εσύ είσαι ένας απλός βαρκάρης, ένας πορθμέας. Να, βλέπω και την βάρκα σου, δεμένη ανέμελα στον Αχέροντα ποταμό.  Που είναι οι υπόλοιποι κριτές όμως; Ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς, και ο αρχηγός σας, ο Άδης; Απαιτώ να τους δω.”

“Ξέχασες τον Αιακό,” φώναξε ακόμα μια φωνή.

Και τότε ξεπρόβαλλε ένας όχι-και-τόσο τυπικός μεσήλικας∙ μακρυμάλλης με κατάξανθα μαλλιά, φουσκωτός με τεράστια μπράτσα, μουστάκι χοντρό ωσάν αγγούρι, δερμάτινα από πάνω ως κάτω, σκουλαρίκι στο αριστερό αυτί. Αμέσως ο Χάρος, είκοσι μέτρα παλληκάρι, τον προσκυνά.

“Άρχοντα μου,” αναφωνεί ο Χάρος.

Ο Πρίαμος ξανάσμιξε τα φρύδια του, και σκέφτηκε. Τώρα, αυτός είναι ή ο Άδης, ή ο Δίας. Εάν είναι ο Άδης και τον πω Δία, την έβαψα. Εάν είναι ο Δίας και τον πω Άδη, μπα, τι θα μου κάνει; Θα με σκοτώσει; Κι’ άλλο;

“Δία, πάτερ ημών,” φωνάζει ο Πρίαμος.

Άγριο ήταν το βλέμμα του Χάροντα. Εάν δεν ήταν ήδη νεκρός ο Πρίαμος, σίγουρα θα τον δολοφονούσε ο μεταφορέας.

“Άδη, άρχοντα του σκότους,” ξαναδοκιμάζει την τύχη του ο Πρίαμος.

Καταφατικό νεύμα από τον μεσήλικα τύπο, δηλαδή τον Άδη.

“Λοιπόν, τι έχουμε εδώ;” ρωτά ο Άδης.

“Είναι ο….”

“Άσε, ξέρω, θεός είμαι, δεν είμαι κανένας βαρκάρης σαν εσένα.”

Τώρα, να σας έλεγα ότι δεν εκνευρίστηκε ο Χάρος, πάει να πει ότι θα σας έλεγα ψέματα. Και εγώ δεν λέω ποτέ ψέματα, όλες οι ιστορίες μου είναι πέρα για πέρα αληθινές.

“Λοιπόν…βασιλιά; Σε χαράκωσε ο γιος του Πηλέα για τα καλά, ε; Κρίμα, έχεις και μωρό παιδί. Πόσος είναι ο μικρός σου, πέντε; Δεν θα αργήσει πολύ τώρα, όπου να’ σαι άκου τον.”

Ο Πρίαμος γούρλωσε τα μάτια. “Οι θεοί δεν πρέπει να επεμβαίνουν στις ζωές των θνητών, έτσι δεν είναι;”

“Έτσι, έτσι. Μην φοβάσαι όμως. Σκατά τα κάνετε και μόνοι σας, δεν χρειάζεστε βοήθεια.”

“Για κόψε μου την ποινή μου, και άσε με ήσυχο,” λέει ένας εκνευρισμένος, για ποιο λόγο εγώ δεν κατάλαβα ακόμη, Πρίαμος. Αφού είχε δίκαιο ο θεός.

“Κοίτα, έχω να σου κάνω μία πρόταση. Αν θέλεις, αν όχι…ο Τάρταρος θα σε αναλάβει, ξέρεις εσύ, στο λημέρι του. Να πω;”

Ο Πρίαμος δεν ήθελε και δεύτερη κουβέντα. “Πες.”

“Τους Έλληνες εγώ δεν τους συμπαθώ. Να, εδώ μου κάθονται,” λέει ο Άδης και δείχνει το λαιμό του. “Θα σε αφήσω να πας πίσω στον πάνω κόσμο, εάν μου υποσχεθείς ότι θα τους καταστρέψεις.”

“Μα αυτό προσπαθούμε τόσα χρόνια.”

“Όχι με σπαθί και βέλος, αυτοί δεν χάνονται έτσι,” απάντησε αυτομάτως ο Άδης. “Με πονηριά και με δόλο, με την απληστία πρωτοστάτη.”

Ο Πρίαμος απόρησε.

“Θα σου εξηγήσω,” εξηγά ο Άδης. “Να, πρέπει να τους εμποτίσουμε το μικρόβιο της απληστίας. Να τους κάνουμε να μας φέρνουν τους οβολούς τους, να τους κλέβουμε εμείς, και αυτοί να μας ευχαριστούν.”

“Δηλαδή άρχοντα μου, πως θα το κάνουμε αυτό;” ρωτά ένας όχι και τόσο έξυπνος Χάρος.

“Θα δημιουργήσουμε την πρώτη τράπεζα!” αναφωνεί ο Άδης όλο χαρά και μνησικακία.

“Τι εστί τράπεζα;” ρωτά ο Πρίαμος.

“Τράπεζα εστί το μέρος όπου θα φυλάγουν τους οβολούς τους οι απανταχού Έλλην άντρες. Και τους χαλκούς τους, άμα θέλουν. Εμείς, θα τους παρουσιαστούμε ως όμοιοι, ισάξιοι και φίλοι τους, και θα γραπώνουμε κόπους και μόχθους αυτών. Όταν δε οι κακόμοιροι βρωμιάρηδες ζητήσουν πίσω τα δεδουλευμένα τους, θα τους πούμε ότι πήγαν σε φόρους και θυσίες για τους θεούς.”

“Και που είναι η τιμή σε αυτή την πράξη;” ρώτησε ο Πρίαμος. “Δεν θα φτιάξουν άλλους οβολούς οι βάρβαροι; Δεν θα χαλκεύσουν άλλους χαλκούς; Δεν θα σπείρουν την επόμενη χρονιά, δεν θα γεννήσουν οι κότες αυγά, δεν θα σφάξουν το μόσχο τον σιτευτό να ταΐσουν στόματα γυναικών και παίδων;”

“Και όμως αγαπητοί,” λέει ο Άδης. Μόλις εκστόμισε την λέξη αγαπητοί, Πρίαμος και Χάρος αλληλοκοιτάχτηκαν, προφανές το σημάδι της έκπληξης στα πρόσωπα τους. “Πρώτα, θα τους πείσουμε, μάλλον θα τους πείσεις εσύ Πρίαμε, ότι συμφέρει η κατάθεση οβολών στην τράπεζα της Τροίας, παρά ο συνεχής πόλεμος που έχετε τώρα. Τι, για μια Ελένη όλα αυτά; Άσε μωρέ, δώστε τους την πατσαβούρα να ησυχάσουν. Και τάξε τους χρήματα για να φύγουν. Μόνο που αυτά τα χρήματα δεν θα τα δουν ποτέ, ποτέ των ποτών. Όταν πάνε να τα ζητήσουν, κάνε την πάπια. Πες πως οι επενδύσεις που έκαναν δεν ήταν και οι σωστότερες, και πως τώρα από εκατό οβολούς, μείναν μόνο δύο. Ξέρεις εσύ, θα βρεις τον τρόπο. Εξάλλου οι περισσότεροι είναι αδαής από οικονομικά”

“Οικονομικά;” ρώτησε ο Χάρος γεμάτος απορία. Δεν πήρε όμως ποτέ απάντηση.

 “Και μετά; Τι θα γίνει μετά άρχοντα μου; Θα τους νικήσουμε έτσι;” ρώτα ο Πρίαμος.

“Και βέβαια. Αυτοί θα εθιστούν στην ιδέα του χρήματος, θα το δεις και εσύ ιδίοις όμμασι. Θα αρχίσει η φρενίτιδα των αγαθών. Η γυναίκα του τάδε έχει τον τάδε πολύχρωμο χιτώνα, εγώ γιατί να μην τον έχω, θα λένε οι γυναίκες. Και τότε οι άντρες θα έρχονται κοντά σου, εννοώ κοντά μας, και θα ζητούν και άλλους οβολούς. Εμείς θα τους δίνουμε φυσικά, αφού τους έχουμε ήδη κλέψει προφανέστατα, αλλά θα βάζουμε και τόκο, φυσικότατα.”

“Τόκο;” απορεί ο Χάρος. Αυτή τη φορά, πήρε την απάντηση του.

“Τόκος εστί οι οβολοί που θα εισπράττουμε πέρα από τους οβολούς που θα μας επιστρέφουν. Θα λέμε, Πάρε νεαρέ τρεις οβολούς να πας ταξίδι αναψυχής με τη νύφη στους Δελφούς, όμως, και το τονίζω αυτό, όμως, όταν θα μας φέρεις τους οβολούς μας πίσω, θέλω επιπλέον ένα.”

“Και γιατί να συμφωνήσουν γι’ αυτό;” ρώτησε ο Πρίαμος.

“Πίστεψε με, θα το κάνουν” απαντά ο Άδης. “Όταν η γυνή που έχουν ζητήσει προικιά για την κόρη, θα το κάνουν. Όταν ο γιος ζητήσει δώρο την υπερ-δυνατή σπάθα που κόβει λιοντάρι με μία κίνηση, θα το κάνουν. Όταν ο αδελφός θέλει να παίξει τυχερά παιχνίδια, θα το κάνουν. Πίστεψε με, είναι στη φύση τους. Και όταν δεν έχουν να πληρώσουν, θα τους παίρνουμε τις γυναίκες, τις κόρες, ενίοτε και τα σπίτια, αν και προτιμώ τις γυναίκες για να είμαι ειλικρινής.”

“Και’γω,” πετάγεται ο Χάρος από δίπλα.

“Και τώρα πήγαινε, και μη με απογοητεύσεις. Αλλιώς όταν ξανάρθεις απ’τα μέρη μας, θα σου φορτώσω την πέτρα του Σίσυφου,” πρόσταξε ο Άδης τον Πρίαμο.

Ο Πρίαμος αναστέναξε. Ήταν πράγματι δύσκολο το έργο του, δεν ήταν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνε. Ένας τόσο ενάρετος λαός να στραφεί έτσι απλά στην απληστία;

Μπα, απίθανο το έκοβε. Μπα.          

 

   

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου