Ξεφυσώ και μου έρχεται να κάνω εμετό. Λες η κλεισούρα, λες τα σκουπίδια δίπλα μου, λες η φασολάδα που έφαγα. Λες να είμαι έγκυος πάλι; Ααα, δεν μπορώ να αντέξω ξανά αυτό το μαρτύριο.
Με φαντάζεσαι εμένα μάνα; Ε ρε γλέντια. Πάλι στον Παπαγεωργίου τον γυναικολόγο θα πάω. Όπως και πέρυσι, και πρόπερσι. Τι κακό είναι αυτό μωρέ; Όλοι τους βγήκαν καρπεροί έτσι ξαφνικά; Τι τους ταΐζουν οι γυναίκες τους; Καρύδια και μέλι; Όλη νύχτα; Γιατί το απογεύματα ξέρω που είναι…
Ανακουφίζομαι με την σκέψη ότι μπορεί απλά να έχω ένα στομαχόπονο, ή ένα κρύωμα. Απ’ την άλλη, τόσα ποτά πίνω όλη μέρα, λες να με πείραξαν; Το ελπίζω. Τώρα όμως; Μετά από τόσα χρόνια; Μου έρχεται ξανά η μυρωδιά της κλεισούρας. Ένας γέρος μου ζητά αναπτήρα. Τον βλέπω που κοιτάζει το μπούστο μου. «Γουστάρεις;», ψιθυρίζω όλο νόημα, καθώς τον παίζω με τη ματιά μου. Αυτός σαστίζει μένοντας ακίνητος και φοβάμαι μήπως μου πάθει κανένα εγκεφαλικό. Σηκώνεται και φεύγει σχεδόν τρέχοντας. Τελευταία φορά που σπάω πλάκα με παππούδες.
Άντε, ακόμα αργεί αυτό το τραίνο; Ταχεία αμαξοστοιχία σου λέει μετά… Μία νεαρή έρχεται να καθίσει δίπλα μου, πάνω στην δική της βαλίτσα. Κρατά σημειωματάριο. Είναι φοιτήτρια, δεν είναι; Της ζητώ ευγενικά μία τσίχλα, μπας και συγκρατήσω τα υγρά του στομαχιού μου και δεν τα ξεράσω. Μου απλώνει το χέρι και απορροφώ την μυρωδιά του αρώματος της.
Σηκώνομαι, ως την κυρία που είμαι, και τραβώ την βαλίτσα μου ολοταχώς για τις τουαλέτες. Δεν κοιτάζω κανέναν στα μάτια ώσπου φτάνω στην πόρτα. Και την βλέπω. Την βλέπω κατάματα, και ντρέπομαι. Είμαι λουσμένη στα ξερατά μου, η ανάσα μου βρωμάει, τα ρούχα μου βρωμούν, και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο παρά να την φιλήσω. Μου χαμογελάει.
Αρχίζει. Ψελλίζει μία γελοία δικαιολογία. Ήταν λέει πού ήταν μακριά, της είχαν κόψει το τηλέφωνο, ο γιος της ήταν συνέχεια άρρωστος. Την σταματώ απότομα. Γιος της; Της Κατερίνας; Από πότε αυτή έχει σχέσεις με άντρες; Μια ζωή λεσβία ήταν, φεμινίστρια, μισούσε καθετί αρσενικό. Μόνο το γάτο της συμπαθούσε, και δεν ήταν καν τούρκος.
Τα δάκρυα τρέχουν τώρα ποτάμι. Άϊ σιχτίρ, λέω από μέσα μου, θα μου χαλάσει και το κραγιόν. Το στομάχι μου διαμαρτύρεται, και νοιώθω ότι ζαλίζομαι. Πέφτω, πέφτω. Ποιος με έπιασε; Η Κατερίνα; Όχι, δεν είναι τα χέρια της, αλλουνού είναι. Είναι του παππού. Με κρατά σφιχτά. Με χουφτώνει; Μπα, δεν νομίζω, φαίνεται άκακος.
Απλά είναι το γιατί ρε γαμώτο. Γιατί να μην μπορούσαμε να ζήσουμε τον έρωτα μας όπως κάναμε παλιά στο πανεπιστήμιο; Γιατί να μην μπορούσαμε να εκδηλωθούμε όπως κάνουν και στις ταινίες; Που αμαρτήσαμε εμείς; Ποιος θεός μας καταράστηκε;
Ακόμα όμως την αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Μια νύχτα να την είχα, μια μόνο νύχτα…
Όλοι γύρω μου σιωπούν, λες και τους είπα έχω έμπολα, ή τύφο, ή φυματίωση στην καλύτερη. Υιοθετώ πάραυτα το υφάκι της καταπονημένης σε ενδιαφέρουσα, και σιωπώ και εγώ. Κάπου εκείνη την στιγμή εμφανίζεται το γυφτάκι δίπλα μου. Κοιτάζω από την άλλη∙ ο σπιτονοικοκύρης, του χρωστώ δυο ενοίκια. Βλέπω να κοντεύει ο εισπράκτορας∙ δεν έκοψα εισιτήριο. Η κλεισούρα του συρμού με περικυκλώνει, δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Ξερνώ πάνω στα παπούτσια του παππού που με φρόντισε πριν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου