Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Son_of_a_beach

Έχασα το τραίνο, πάλι. Αχ το πουλάκι μου, θα με περιμένει. Να πάρω ταξί; Μπα, ας περιμένει.

Ξεφυσώ και μου έρχεται να κάνω εμετό. Λες η κλεισούρα, λες τα σκουπίδια δίπλα μου, λες η φασολάδα που έφαγα. Λες να είμαι έγκυος πάλι; Ααα, δεν μπορώ να αντέξω ξανά αυτό το μαρτύριο.
Πρώτα ήταν του Τάκη, μετά του Κώστα. Ή ήταν πρώτα του Κώστα; Ξεφυσώ και μόνο στην ιδέα μίας εκτός γάμου εγκυμοσύνης. Γιατί περί αυτής πρόκειται∙ με τον Μήτσο πάνε τρεις μήνες τώρα να… Ε και τι έγινε δηλαδή, ξανασκέφτομαι. Λάθη γίνονται. Σάμπως αυτός ήταν εντάξει μαζί μου; Ο καράφλας…
Ακούω ένα γυφτάκι δίπλα μου. Παίζει ντέφι, παίζει με τα νεύρα μου, δεν ξέρω. Γεμίσαμε ζητιάνους. Σιγά μην του δώσω, τι είμαι εγώ, ο Άγιος Σπυρίδων; Τελοσπάντων, ένα πενηντάρικο και πολύ του είναι. Με αγριοκοιτάζει.
Ο σταθμός γεμάτος. Δεν έβαλα και την μίνι μου ρε γαμώτο, να δείξω λίγο μπούτι να ανεβώ λιγάκι. Τα πόδια μου πονάνε. Κάθομαι απάνω στην βαλίτσα μου, αυτή που δήθεν χρησιμοποιώ και κουβαλώ παλιά ρούχα στην μάνα μου, έτσι, για ξεκάρφωμα από τον Μήτσο. Βλέπω δεξιά αριστερά. Το γυφτάκι έχει φύγει. Ξεφυσώ ξανά. Αναγούλα. Γαμώτο ! Πως θα τα βολέψω πάλι; Πώς να του το φέρω, τι αρρώστια να σκαρφιστώ; Ουφ, αργεί και το τραίνο την τύχη μου.

Με φαντάζεσαι εμένα μάνα; Ε ρε γλέντια. Πάλι στον Παπαγεωργίου τον γυναικολόγο θα πάω. Όπως και πέρυσι, και πρόπερσι. Τι κακό είναι αυτό μωρέ; Όλοι τους βγήκαν καρπεροί έτσι ξαφνικά; Τι τους ταΐζουν οι γυναίκες τους; Καρύδια και μέλι; Όλη νύχτα; Γιατί το απογεύματα ξέρω που είναι…

Ανακουφίζομαι με την σκέψη ότι μπορεί απλά να έχω ένα στομαχόπονο, ή ένα κρύωμα. Απ’ την άλλη, τόσα ποτά πίνω όλη μέρα, λες να με πείραξαν; Το ελπίζω. Τώρα όμως; Μετά από τόσα χρόνια; Μου έρχεται ξανά η μυρωδιά της κλεισούρας. Ένας γέρος μου ζητά αναπτήρα. Τον βλέπω που κοιτάζει το μπούστο μου. «Γουστάρεις;», ψιθυρίζω όλο νόημα, καθώς τον παίζω με τη ματιά μου. Αυτός σαστίζει μένοντας ακίνητος και φοβάμαι μήπως μου πάθει κανένα εγκεφαλικό. Σηκώνεται και φεύγει σχεδόν τρέχοντας. Τελευταία φορά που σπάω πλάκα με παππούδες.

Άντε, ακόμα αργεί αυτό το τραίνο; Ταχεία αμαξοστοιχία σου λέει μετά… Μία νεαρή έρχεται να καθίσει δίπλα μου, πάνω στην δική της βαλίτσα. Κρατά σημειωματάριο. Είναι φοιτήτρια, δεν είναι; Της ζητώ ευγενικά μία τσίχλα, μπας και συγκρατήσω τα υγρά του στομαχιού μου και δεν τα ξεράσω. Μου απλώνει το χέρι και απορροφώ την μυρωδιά του αρώματος της.
Ο εμετός με επισκέπτεται εκείνη ακριβώς την ώρα. Μόλις που προλαβαίνω να γυρίσω το κεφάλι μου για να μην πετύχω τα πανάκριβα μου παπούτσια, τα θεσπέσια, πανέμορφα μου παπούτσια. Το τσιμεντένιο γκρι πάτωμα παίρνει κίτρινο χρώμα, μπόχα και δυσοσμία με χτυπούν διαδοχικά, και ξαναχύνω τα σπλάχνα μου έξω. Γύρω μου μαζεύεται κόσμος και εγώ τα χάνω για λίγο. Για λίγο όμως.

Σηκώνομαι, ως την κυρία που είμαι, και τραβώ την βαλίτσα μου ολοταχώς για τις τουαλέτες. Δεν κοιτάζω κανέναν στα μάτια ώσπου φτάνω στην πόρτα. Και την βλέπω. Την βλέπω κατάματα, και ντρέπομαι. Είμαι λουσμένη στα ξερατά μου, η ανάσα μου βρωμάει, τα ρούχα μου βρωμούν, και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο παρά να την φιλήσω. Μου χαμογελάει.
Δύο κύριοι με μουστάκι κοντεύουν, ρωτούν αν είμαι καλά, ή κάτι που μοιάζει με αυτή την φράση τελοσπάντων. Τους αγνοώ, ή μάλλον τους χρησιμοποιώ, όπως κάνω με όλους τους άντρες δηλαδή. Μου φέρνουν χαρτί να σκουπιστώ. Σκουπίζομαι και περιμένω. Περιμένω. Περιμένω την Κατερίνα να μιλήσει πρώτη.

Αρχίζει. Ψελλίζει μία γελοία δικαιολογία. Ήταν λέει πού ήταν μακριά, της είχαν κόψει το τηλέφωνο, ο γιος της ήταν συνέχεια άρρωστος. Την σταματώ απότομα. Γιος της; Της Κατερίνας; Από πότε αυτή έχει σχέσεις με άντρες; Μια ζωή λεσβία ήταν, φεμινίστρια, μισούσε καθετί αρσενικό. Μόνο το γάτο της συμπαθούσε, και δεν ήταν καν τούρκος.
Ξανακάθομαι στην βαλίτσα μου. Τα μεγάφωνα ανακοινώνουν την άφιξη του τραίνου για Βάρη. Εκεί πάω εγώ. Γυρίζω να δω την Κατερίνα, την όμορφη σέξι Κατερίνα. Οι ματιές μας συναντιούνται κάπου στην μέση, όπως πάντα άλλωστε οι ματιές.

Τα δάκρυα τρέχουν τώρα ποτάμι. Άϊ σιχτίρ, λέω από μέσα μου, θα μου χαλάσει και το κραγιόν. Το στομάχι μου διαμαρτύρεται, και νοιώθω ότι ζαλίζομαι. Πέφτω, πέφτω. Ποιος με έπιασε; Η Κατερίνα; Όχι, δεν είναι τα χέρια της, αλλουνού είναι. Είναι του παππού. Με κρατά σφιχτά. Με χουφτώνει; Μπα, δεν νομίζω, φαίνεται άκακος.
Η Κατερίνα χάνεται από τα μάτια μου πριν προλάβω να την χαστουκίσω. Αυτή με γκόμενο; Πως το έπαθε; Αλλά να μου πεις πάλι, ως και εγώ συμβιβάστηκα, βρήκα ζώο και παντρεύτηκα, αυτή θα έμενε στο ράφι;

Απλά είναι το γιατί ρε γαμώτο. Γιατί να μην μπορούσαμε να ζήσουμε τον έρωτα μας όπως κάναμε παλιά στο πανεπιστήμιο; Γιατί να μην μπορούσαμε να εκδηλωθούμε όπως κάνουν και στις ταινίες; Που αμαρτήσαμε εμείς; Ποιος θεός μας καταράστηκε;
Βλέπεις, είχαμε την ατυχία να γεννηθούμε σε χωριό, εκεί όπου το αρσενικό είναι αρσενικό, και η γυναίκα γυναίκα. Αχ, η Κατερίνα. Ο πρώτος μου έρωτας, ο μόνος μου έρωτας. Δεν μπόρεσα ποτέ ξανά να δω άλλη γυναίκα. Με κατάστρεψε, αυτή με πάντρεψε με τον Μήτσο, έστω και αν έλειπε μακριά, πολύ μακριά.

Ακόμα όμως την αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Μια νύχτα να την είχα, μια μόνο νύχτα…
Στο τραίνο βολεύομαι στην πρώτη κενή θέση μπροστά μου. Κόβω μια γριά απέναντι μου να στέκεται και να μου ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα. Δεν είμαι σίγουρη αν ξεπερνά τα ενενήντα, αλλά σίγουρα τα ογδόντα δεν τα ξαναβλέπει. Τι; Να σηκωθώ; Τι λέτε καλέ κύριε, εγώ είμαι έγκυος.

Όλοι γύρω μου σιωπούν, λες και τους είπα έχω έμπολα, ή τύφο, ή φυματίωση στην καλύτερη. Υιοθετώ πάραυτα το υφάκι της καταπονημένης σε ενδιαφέρουσα, και σιωπώ και εγώ. Κάπου εκείνη την στιγμή εμφανίζεται το γυφτάκι δίπλα μου. Κοιτάζω από την άλλη∙ ο σπιτονοικοκύρης, του χρωστώ δυο ενοίκια. Βλέπω να κοντεύει ο εισπράκτορας∙ δεν έκοψα εισιτήριο. Η κλεισούρα του συρμού με περικυκλώνει, δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Ξερνώ πάνω στα παπούτσια του παππού που με φρόντισε πριν.
Θεία Δίκη; Μπορεί. Πάντως σκέφτομαι να κρατήσω το παιδί, έστω και αν είναι του γκόμενου, γιατί με τον άντρα μου δεν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου